Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία έχει ανάγκη και από μία παγκοσμιοποιημένη πολιτική – Αυτό είναι η βασική πρόκληση για τον 21ο αιώνα
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης οι διεθνείς αγορές καθίσταται πιο σημαντικές από τις εθνικές ακόμη και για τις μικρές χώρες, όπως τονίζουν ο Kemal Dervis και η Caroline Conroy στελέχη του Brookings Institute, σε άρθρο τους το οποίο δημοσιεύεται στο Project Syndicate.
Σύμφωνα με τους δύο ειδικούς το ίδιο θα αρχίσει σύντομα να ισχύει και για τις μεγάλες οικονομίες.
Ως εκ τούτου η ανάδειξη ενός πραγματικά παγκόσμιου καπιταλιστικού μοντέλου σημαίνει ότι η οικονομική δραστηριότητα δεν θα εξαρτάται τόσο από τις εθνικές πολιτικές όσο από τις πολιτικές και τους κανόνες που ισχύουν σε διεθνές επίπεδο.
Όπως αναφέρουν στο κοινό τους άρθρο από «το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως το 2010 η παγκοσμιοποίηση ακολούθησε βήματα εκρηκτικής επέκτασης χάρη στο παγκόσμιο εμπόριο, την αύξηση των ροών κεφαλαίων, της ταχύτερης αλλά και φθηνότερης επικοινωνίας, της συνεχούς μετανάστευσης εργατικού δυναμικού.
Παρά ταύτα, όμως, η παγκόσμια οικονομία παραμένει ένα «συνονθύλευμα» εθνικών οικονομιών, με την κάθε μία εξ αυτών να ακολουθεί δική της πολιτική.
Όμως έφθασε η ώρα αυτό να αλλάξει.
Στις δημοκρατικές χώρες που έχουν οικοδομήσει τον καπιταλισμό της αγοράς που κυριαρχεί στον κόσμο σήμερα, οι δομικές μονάδες της οικονομίας - η φορολογία, οι δημόσιες δαπάνες και τα κανονιστικά πλαίσια - εκδίδονται από τον νομοθέτη και ερμηνεύονται από το νομικό σύστημα.
Αυτό τους προσδίδει νομιμότητα και διευκολύνει τις οικονομικές δραστηριότητες στις οποίες αναφέρονται.
Αλλά σημειώνεται μια στροφή: οι παγκόσμιες αγορές είναι ήδη πιο σημαντικές από τις εθνικές αγορές για τις μικρές και μεσαίες χώρες και αυτό το καθεστώς σε λίγο θα αρχίσει να ισχύει και για τις μεγάλες οικονομίες.
Σε διάστημα μικρότερο της μίας δεκαετίας, η παγκόσμια αγορά και όχι οι εθνικές θα είναι αυτή που θα διαθέτει τα κεφάλαια, τα οικονομικά εργαλεία αλλά και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Πολλές εταιρείες θα είναι πραγματικά πολυεθνικές, με έδρα σε ένα μέρος (πιθανώς όπου οι φορολογικές υποχρεώσεις μπορούν να ελαχιστοποιηθούν), ενώ η παραγωγή αλλά και οι πωλήσεις θα γίνονται αλλού, ενώ τα διευθυντικά στελέχη αλλά και οι εργαζόμενοι θα προέρχονται απ’ όλον τον κόσμο.
Αυτός ο πραγματικά παγκόσμιος καπιταλισμός –ο οποίος έχει ακόμη αρκετό δρόμο μέχρι να ολοκληρωθεί- σημαίνει ότι οι αγορές δεν θα είναι πλέον ενσωματωμένες στα πολιτικά ή ρυθμιστικά συστήματα διαφόρων εθνικών κρατών.
Προκειμένου να παράγουν επιθυμητά αποτελέσματα, θα πρέπει να ενσωματωθούν πιο βαθιά σε - και να ρυθμιστούν αποτελεσματικότερα - παγκόσμιους θεσμούς.
Φυσικά, υπάρχουν ήδη διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί - από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και από την Παγκόσμια Τράπεζα έως τα οικονομικά όργανα των Ηνωμένων Εθνών και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου - και έχουν αποτελέσει για πολλά χρόνια πλατφόρμες για τα κράτη μέλη προκειμένου αυτά να υιοθετήσουν κοινούς κανόνες.
Ειδικότερα, το ΔΝΤ και ο ΠΟΕ έχουν αποκτήσει κάποια πραγματική ρυθμιστική αρχή στη μακροοικονομική και εμπορική πολιτική, αντίστοιχα.
Οι εγχώριες πολιτικές θέλησαν να ακυρώσουν τη δημιουργία ή να καταστρέψουν τη διατήρηση αυτών των διεθνών θεσμών.
Αν και τα υπουργεία Οικονομικών, οι κεντρικές τράπεζες και τα υπουργεία Εμπορίου -ιδίως οι προηγμένες χώρες- έδρασαν πολιτικά, το έκαναν χωρίς να ενημερώσουν στην πραγματικότητα τους πολίτες
Ακόμη και σήμερα, ο μέσος πολίτης στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γαλλία ή στην Ινδία δεν γνωρίζει πραγματικά ποιο είναι το έργο που επιτελεί ο ΠΟΕ.
Με άλλα λόγια, η εμφάνιση μιας παγκόσμιας αγοράς δεν εντάσσεται σε καμία πολιτική νομιμοποίηση.
Έτσι, τα πολυμερή θεσμικά όργανα θεωρούνται ως ελιτιστικά και συχνά αποτελούν στόχους επικρίσεων από τους πολιτικούς.
Αυτό θυμίζει το «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο τροφοδότησε την αντίσταση στην περαιτέρω ολοκλήρωση της Ένωσης.
Στην πραγματικότητα, η αντίσταση στον παγκόσμιο καπιταλισμό υπάρχει και αυξάνεται.
Πιο συγκεκριμένα ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump εμπλέκεται σε ένα είδος νέο-εθνικισμού.
Όχι μόνο δεν θέλει οι ΗΠΑ να συμμετάσχουν στις παγκόσμιες πολυμερείς δομές αλλά επιθυμεί να τις διαλύσει και φροντίζει να απομακρύνει τη χώρα του από αυτές.
Τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο είναι φανερό ότι ο Trump θεωρεί ότι «όσο λιγότερη εποπτεία, ρύθμιση (regulation) υπάρχει, τόσο το καλύτερο».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, βρίσκεται ακριβώς στην αντίπερα όχθη.
Παρά τις εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει, συνεχίζει να προσπαθεί να ρυθμίσει τις αγορές πέραν των εθνικών συνόρων.
Μόνο φέτος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Alphabet Inc., μητρική εταιρεία της Google, και στην Qualcomm για την παραβίαση των περιορισμών της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Και με τον κανονισμό για τη νομοθεσία General Data Protection Regulation (GDPR), η ΕΕ επιδίωξε να ενισχύσει τους περιορισμούς στη χρήση, τη διανομή και τον έλεγχο των προσωπικών δεδομένων.
Επειδή η ΕΕ διαθέτει μια τόσο μεγάλη αγορά, οι ενέργειες αυτές έχουν μεγάλη επίδραση.
Όμως, όταν πρόκειται για τη θέσπιση πραγματικά διεθνών προτύπων, η ΕΕ προφανώς δεν έχει τόσο μεγάλη δύναμη.
Αυτό καθίσταται όλο και πιο εμφανές όταν φιγούρες όπως αυτή του Trump εργάζονται κατά των προσπαθειών της και προωθούν την κατάργηση των ρυθμιστικών κανόνων, ενώ είναι ολοφάνερο ότι το παγκόσμιο και εξαιρετικά διασυνδεμένο οικονομικό σύστημα έχει ανάγκη από ρυθμιστικές αρχές.
Το να επιτρέψουμε σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες αποκομίζουν ήδη μαζικά κέρδη και συγκεντρώνουν μικρότερους παίκτες σε συγκεκριμένους κλάδους, να αποφύγουν να πληρώσουν μεγάλο φόρο, ουσιαστικά ενισχύουμε από τη μία πλευρά τις ανισότητες και από την άλλη πλήττουμε τους δημόσιους προϋπολογισμούς.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να ρυθμιστούν αποτελεσματικά μόνο μέσω πολυμερούς συνεργασίας.
Ομοίως, ο μόνος τρόπος να σημειωθεί πρόοδος στην καταπολέμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι να συνεργαστούν όλες οι χώρες.
Οι πραγματικότητες της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας απαιτούν τη δημιουργία πολυμερών θεσμών.
Αυτό σημαίνει όχι μόνο αύξηση της επιρροής των υφιστάμενων θεσμών - εδώ, προϋπόθεση είναι η μεταρρύθμιση - αλλά και η δημιουργία νέων θεσμών, όπως η Παγκόσμια Αρχή Ανταγωνισμού.
Τίποτα από αυτά δεν θα είναι εφικτό χωρίς μια πραγματική παγκόσμια πολιτική συζήτηση.
Φυσικά, η εμφάνιση μιας παγκόσμιας πολιτικής έχει σημαντικές πιθανές συνέπειες για τις παραδοσιακές ιδέες για τη δημοκρατία, για να μην αναφέρουμε την εθνική κυριαρχία.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, η λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς χωρίς προσαρμοσμένη ρύθμιση, η οποία θεσπίστηκε από νόμιμους και αποτελεσματικούς διεθνείς θεσμούς, θα ισοδυναμούσε με την εγκατάλειψη της ουσίας της δημοκρατίας.
Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε έχει παρουσιαστεί από τον οικονομολόγο του Harvard Dani Rodrik, ο οποίος μίλησε για ένα τρίλημμα (trilemma): σε ό,τι αφορά αφορά τη δημοκρατία, την εθνική κυριαρχία και την παγκοσμιοποίηση, μπορούμε να έχουμε δύο από αυτά, αλλά ποτέ και τα τρία.
Ο Rodrik υποστηρίζει λιγότερη παγκοσμιοποίηση και περισσότερη δημοκρατία.
Οι εθνικιστές, όπως το Trump, προτιμούν την ενίσχυση του εθνικού κράτους, με τρόπους που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τόσο τη δημοκρατία όσο και την παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα.
Μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, η ενίσχυση της παγκοσμιοποίησης φαίνεται αναπόφευκτη, που σημαίνει ότι πρέπει να περιοριστεί το εθνικό κράτος και η εθνική πολιτική.
Ένας τρόπος για να υπάρξει νομιμότητα στη νέα παγκόσμια πολιτική θα ήταν να διασφαλίσει ότι θα βασίζεται σε τοπικό επίπεδο.
Αυτό θα απαιτήσει από τους τοπικούς πολιτικούς ηγέτες να υιοθετήσουν μια αφήγηση που να εξηγεί πώς τα παγκόσμια προβλήματα επηρεάζουν τη δική τους χώρα και τους πολίτες της.
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα επιτυχημένο παράδειγμα αυτής της μορφής τοπικής παγκόσμιας πολιτικής.
Όποια και αν είναι η επιλογή θεσμικών ρυθμίσεων, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι μια νέα παγκόσμια πολιτική θα ενισχύει και δεν θα υπονομεύει τη δημοκρατία.
Αυτή είναι η βασική πολιτική πρόκληση για τον 21ο αιώνα.
Και δεν μπορούμε να την αποφεύγουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τους δύο ειδικούς το ίδιο θα αρχίσει σύντομα να ισχύει και για τις μεγάλες οικονομίες.
Ως εκ τούτου η ανάδειξη ενός πραγματικά παγκόσμιου καπιταλιστικού μοντέλου σημαίνει ότι η οικονομική δραστηριότητα δεν θα εξαρτάται τόσο από τις εθνικές πολιτικές όσο από τις πολιτικές και τους κανόνες που ισχύουν σε διεθνές επίπεδο.
Όπως αναφέρουν στο κοινό τους άρθρο από «το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως το 2010 η παγκοσμιοποίηση ακολούθησε βήματα εκρηκτικής επέκτασης χάρη στο παγκόσμιο εμπόριο, την αύξηση των ροών κεφαλαίων, της ταχύτερης αλλά και φθηνότερης επικοινωνίας, της συνεχούς μετανάστευσης εργατικού δυναμικού.
Παρά ταύτα, όμως, η παγκόσμια οικονομία παραμένει ένα «συνονθύλευμα» εθνικών οικονομιών, με την κάθε μία εξ αυτών να ακολουθεί δική της πολιτική.
Όμως έφθασε η ώρα αυτό να αλλάξει.
Στις δημοκρατικές χώρες που έχουν οικοδομήσει τον καπιταλισμό της αγοράς που κυριαρχεί στον κόσμο σήμερα, οι δομικές μονάδες της οικονομίας - η φορολογία, οι δημόσιες δαπάνες και τα κανονιστικά πλαίσια - εκδίδονται από τον νομοθέτη και ερμηνεύονται από το νομικό σύστημα.
Αυτό τους προσδίδει νομιμότητα και διευκολύνει τις οικονομικές δραστηριότητες στις οποίες αναφέρονται.
Αλλά σημειώνεται μια στροφή: οι παγκόσμιες αγορές είναι ήδη πιο σημαντικές από τις εθνικές αγορές για τις μικρές και μεσαίες χώρες και αυτό το καθεστώς σε λίγο θα αρχίσει να ισχύει και για τις μεγάλες οικονομίες.
Σε διάστημα μικρότερο της μίας δεκαετίας, η παγκόσμια αγορά και όχι οι εθνικές θα είναι αυτή που θα διαθέτει τα κεφάλαια, τα οικονομικά εργαλεία αλλά και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Πολλές εταιρείες θα είναι πραγματικά πολυεθνικές, με έδρα σε ένα μέρος (πιθανώς όπου οι φορολογικές υποχρεώσεις μπορούν να ελαχιστοποιηθούν), ενώ η παραγωγή αλλά και οι πωλήσεις θα γίνονται αλλού, ενώ τα διευθυντικά στελέχη αλλά και οι εργαζόμενοι θα προέρχονται απ’ όλον τον κόσμο.
Αυτός ο πραγματικά παγκόσμιος καπιταλισμός –ο οποίος έχει ακόμη αρκετό δρόμο μέχρι να ολοκληρωθεί- σημαίνει ότι οι αγορές δεν θα είναι πλέον ενσωματωμένες στα πολιτικά ή ρυθμιστικά συστήματα διαφόρων εθνικών κρατών.
Προκειμένου να παράγουν επιθυμητά αποτελέσματα, θα πρέπει να ενσωματωθούν πιο βαθιά σε - και να ρυθμιστούν αποτελεσματικότερα - παγκόσμιους θεσμούς.
Φυσικά, υπάρχουν ήδη διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί - από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και από την Παγκόσμια Τράπεζα έως τα οικονομικά όργανα των Ηνωμένων Εθνών και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου - και έχουν αποτελέσει για πολλά χρόνια πλατφόρμες για τα κράτη μέλη προκειμένου αυτά να υιοθετήσουν κοινούς κανόνες.
Ειδικότερα, το ΔΝΤ και ο ΠΟΕ έχουν αποκτήσει κάποια πραγματική ρυθμιστική αρχή στη μακροοικονομική και εμπορική πολιτική, αντίστοιχα.
Οι εγχώριες πολιτικές θέλησαν να ακυρώσουν τη δημιουργία ή να καταστρέψουν τη διατήρηση αυτών των διεθνών θεσμών.
Αν και τα υπουργεία Οικονομικών, οι κεντρικές τράπεζες και τα υπουργεία Εμπορίου -ιδίως οι προηγμένες χώρες- έδρασαν πολιτικά, το έκαναν χωρίς να ενημερώσουν στην πραγματικότητα τους πολίτες
Ακόμη και σήμερα, ο μέσος πολίτης στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γαλλία ή στην Ινδία δεν γνωρίζει πραγματικά ποιο είναι το έργο που επιτελεί ο ΠΟΕ.
Με άλλα λόγια, η εμφάνιση μιας παγκόσμιας αγοράς δεν εντάσσεται σε καμία πολιτική νομιμοποίηση.
Έτσι, τα πολυμερή θεσμικά όργανα θεωρούνται ως ελιτιστικά και συχνά αποτελούν στόχους επικρίσεων από τους πολιτικούς.
Αυτό θυμίζει το «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο τροφοδότησε την αντίσταση στην περαιτέρω ολοκλήρωση της Ένωσης.
Στην πραγματικότητα, η αντίσταση στον παγκόσμιο καπιταλισμό υπάρχει και αυξάνεται.
Πιο συγκεκριμένα ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump εμπλέκεται σε ένα είδος νέο-εθνικισμού.
Όχι μόνο δεν θέλει οι ΗΠΑ να συμμετάσχουν στις παγκόσμιες πολυμερείς δομές αλλά επιθυμεί να τις διαλύσει και φροντίζει να απομακρύνει τη χώρα του από αυτές.
Τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο είναι φανερό ότι ο Trump θεωρεί ότι «όσο λιγότερη εποπτεία, ρύθμιση (regulation) υπάρχει, τόσο το καλύτερο».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, βρίσκεται ακριβώς στην αντίπερα όχθη.
Παρά τις εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει, συνεχίζει να προσπαθεί να ρυθμίσει τις αγορές πέραν των εθνικών συνόρων.
Μόνο φέτος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Alphabet Inc., μητρική εταιρεία της Google, και στην Qualcomm για την παραβίαση των περιορισμών της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Και με τον κανονισμό για τη νομοθεσία General Data Protection Regulation (GDPR), η ΕΕ επιδίωξε να ενισχύσει τους περιορισμούς στη χρήση, τη διανομή και τον έλεγχο των προσωπικών δεδομένων.
Επειδή η ΕΕ διαθέτει μια τόσο μεγάλη αγορά, οι ενέργειες αυτές έχουν μεγάλη επίδραση.
Όμως, όταν πρόκειται για τη θέσπιση πραγματικά διεθνών προτύπων, η ΕΕ προφανώς δεν έχει τόσο μεγάλη δύναμη.
Αυτό καθίσταται όλο και πιο εμφανές όταν φιγούρες όπως αυτή του Trump εργάζονται κατά των προσπαθειών της και προωθούν την κατάργηση των ρυθμιστικών κανόνων, ενώ είναι ολοφάνερο ότι το παγκόσμιο και εξαιρετικά διασυνδεμένο οικονομικό σύστημα έχει ανάγκη από ρυθμιστικές αρχές.
Το να επιτρέψουμε σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες αποκομίζουν ήδη μαζικά κέρδη και συγκεντρώνουν μικρότερους παίκτες σε συγκεκριμένους κλάδους, να αποφύγουν να πληρώσουν μεγάλο φόρο, ουσιαστικά ενισχύουμε από τη μία πλευρά τις ανισότητες και από την άλλη πλήττουμε τους δημόσιους προϋπολογισμούς.
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να ρυθμιστούν αποτελεσματικά μόνο μέσω πολυμερούς συνεργασίας.
Ομοίως, ο μόνος τρόπος να σημειωθεί πρόοδος στην καταπολέμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι να συνεργαστούν όλες οι χώρες.
Οι πραγματικότητες της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας απαιτούν τη δημιουργία πολυμερών θεσμών.
Αυτό σημαίνει όχι μόνο αύξηση της επιρροής των υφιστάμενων θεσμών - εδώ, προϋπόθεση είναι η μεταρρύθμιση - αλλά και η δημιουργία νέων θεσμών, όπως η Παγκόσμια Αρχή Ανταγωνισμού.
Τίποτα από αυτά δεν θα είναι εφικτό χωρίς μια πραγματική παγκόσμια πολιτική συζήτηση.
Φυσικά, η εμφάνιση μιας παγκόσμιας πολιτικής έχει σημαντικές πιθανές συνέπειες για τις παραδοσιακές ιδέες για τη δημοκρατία, για να μην αναφέρουμε την εθνική κυριαρχία.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, η λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς χωρίς προσαρμοσμένη ρύθμιση, η οποία θεσπίστηκε από νόμιμους και αποτελεσματικούς διεθνείς θεσμούς, θα ισοδυναμούσε με την εγκατάλειψη της ουσίας της δημοκρατίας.
Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε έχει παρουσιαστεί από τον οικονομολόγο του Harvard Dani Rodrik, ο οποίος μίλησε για ένα τρίλημμα (trilemma): σε ό,τι αφορά αφορά τη δημοκρατία, την εθνική κυριαρχία και την παγκοσμιοποίηση, μπορούμε να έχουμε δύο από αυτά, αλλά ποτέ και τα τρία.
Ο Rodrik υποστηρίζει λιγότερη παγκοσμιοποίηση και περισσότερη δημοκρατία.
Οι εθνικιστές, όπως το Trump, προτιμούν την ενίσχυση του εθνικού κράτους, με τρόπους που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τόσο τη δημοκρατία όσο και την παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα.
Μεσοπρόθεσμα, ωστόσο, η ενίσχυση της παγκοσμιοποίησης φαίνεται αναπόφευκτη, που σημαίνει ότι πρέπει να περιοριστεί το εθνικό κράτος και η εθνική πολιτική.
Ένας τρόπος για να υπάρξει νομιμότητα στη νέα παγκόσμια πολιτική θα ήταν να διασφαλίσει ότι θα βασίζεται σε τοπικό επίπεδο.
Αυτό θα απαιτήσει από τους τοπικούς πολιτικούς ηγέτες να υιοθετήσουν μια αφήγηση που να εξηγεί πώς τα παγκόσμια προβλήματα επηρεάζουν τη δική τους χώρα και τους πολίτες της.
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα επιτυχημένο παράδειγμα αυτής της μορφής τοπικής παγκόσμιας πολιτικής.
Όποια και αν είναι η επιλογή θεσμικών ρυθμίσεων, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι μια νέα παγκόσμια πολιτική θα ενισχύει και δεν θα υπονομεύει τη δημοκρατία.
Αυτή είναι η βασική πολιτική πρόκληση για τον 21ο αιώνα.
Και δεν μπορούμε να την αποφεύγουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών