Την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τουλάχιστον με τα όπλα που διαθέτει αυτή τη στιγμή, να αντιμετωπίσει την τρέχουσα ύφεση εξετάζει το think tank Bruegel
Την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τουλάχιστον με τα όπλα που διαθέτει αυτή τη στιγμή, να αντιμετωπίσει την τρέχουσα ύφεση εξετάζει με άρθρο της η ιστοσελίδα του think tank, Bruegel, που θεωρεί πηγή μεγάλης ανησυχίας το χρέος εντός της Ευρωζώνης και τα αρνητικά επιτόκια.
Το ευρωπαϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον ήταν κακό προτού ξεσπάσει η πανδημική κρίση.
Γι’ αυτό τον λόγο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει μη συμβατικά εργαλεία.
Η πανδημία απλώς επιτάχυνε αυτή την τάση ωθώντας τα πραγματικά επιτόκια σε αρνητικό έδαφος, προκαλώντας ανισορροπία στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η άνευ προηγουμένου αβεβαιότητα είναι εμφανής στους διάφορους δείκτες που χρησιμοποιούνται: από το Twitter μέχρι τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα χρηματιστήρια.
Επιπλέον, η παραδοσιακή έννοια της αβεβαιότητας έχει να κάνει με την αδυναμία αξιόπιστης εκτίμησης των κινδύνων.
Οι τρέχουσες συνθήκες χτυπούν καμπανάκι:
Η κατανόηση του σοκ που προκάλεσε η COVID-19 και του πώς θα ισορροπήσει εκ νέου η οικονομία είναι ακόμη ελλιπής.
Βραχυπρόθεσμα, αυτή η αβεβαιότητα εκδηλώνεται στα αποτελέσματα της πολιτικής της ΕΚΤ.
Η πανδημία επηρεάζει τον πληθωρισμό, μέσω των μηχανισμών προσφοράς και ζήτησης.
Και ενώ γενικά η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίζει έντονες αποπληθωριστικές πιέσεις, ο κίνδυνος πληθωρισμού παραμένει απειλητικός, εξαιτίας της προσφοράς χρήματος, της αύξησης του χρέους πανευρωπαϊκά και της μικρής πιθανότητας για κοινή δημοσιονομική πολιτική.
Η εφαρμογή μη συμβατικών μέτρων ίσως είναι απαραίτητη για τη σταθεροποίηση της τρέχουσας έκτακτης συγκυρίας της πανδημικής κρίσης.
Ωστόσο, θα προκαλέσει επέκταση του ήδη μεγάλου ισολογισμού της ΕΚΤ, με αβέβαιες συνέπειες.
Η επακόλουθη συμπίεση των δημοσιονομικών περιθωρίων εγείρει ζητήματα σχετικά με τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και κατά πόσον η ΕΚΤ θα μπορούσε ενδεχομένως να συνεχίσει την υποστήριξή της πέρα από τον προαναγγελθέντα χρονικό ορίζοντα.
Αυτές οι πτυχές συνδυάζονται με θεμελιώδεις προκλήσεις για τη νομισματική πολιτική λόγω της αυξανόμενης αβεβαιότητας σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι εκτιμήσεις της αγοράς τοποθετούν το πραγματικό επιτόκιο ισορροπίας σε αρνητικό έδαφος, κάτι το οποίο είναι «μη φυσιολογικό» και αποτελεί πηγή ανησυχίας για την εκκαθάριση των κεφαλαιαγορών και την ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να διαχειριστεί τη ζήτηση.
Ο σχεδιασμός της νομισματικής πολιτικής βασίζεται σε εκτιμήσεις συχνά μη παρατηρημένων μεταβλητών, ενώ οι προβλέψεις που γίνονται παρουσιάζουν ολοένα και μεγαλύτερη ανακρίβεια, άρα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν έλλειμμα πληροφόρησης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα παραδοσιακά διαστήματα εμπιστοσύνης πρέπει να απορρίπτονται.
Η εμπιστοσύνη παρέχεται από το εύρος των σεναρίων έκτακτης ανάγκης που εξετάζονται.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να παρέχει ένα ορισμένο σύνολο προβλέψεων βάσει ενός εύρους υποθετικών αποτελεσμάτων.
Οι πολιτικές θα πρέπει, στη συνέχεια, να ταξινομούνται με βάση την ικανότητά τους να διατηρούν τον πληθωρισμό σε ένα αποδεκτό (προκαθορισμένο) εύρος για ένα φάσμα υποθέσεων (δηλαδή στα πιο ακραία σενάρια).
Επιπλέον, ο επαναπροσδιορισμός του στόχου σταθερότητας των τιμών, αντί για το κλασικό 2%, θα βοηθούσε στην καλύτερη διαχείριση του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με τη θεωρία των εστιακών σημείων, η μεγαλύτερη σαφήνεια βελτιώνει την επικοινωνία και παρέχει ένα ευοίωνο σήμα στις αγορές που θα διευκολύνουν την επίτευξη του όποιου στόχου.
Τέλος, η καθιέρωση μιας ζώνης ανοχής γύρω από αυτόν τον στόχο θα καθορίσει ρητά τα επίπεδα του πληθωρισμού που είναι ανεκτά.
Το υπόλοιπο εντός αυτού του εύρους διασφαλίζει αξιοπιστία.
Σε περιόδους αβεβαιότητας, είναι σημαντικό για την ΕΚΤ να είναι περισσότερο προβλέψιμη, παρά ακριβής.
www.bankingnews.gr
Το ευρωπαϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον ήταν κακό προτού ξεσπάσει η πανδημική κρίση.
Γι’ αυτό τον λόγο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει μη συμβατικά εργαλεία.
Η πανδημία απλώς επιτάχυνε αυτή την τάση ωθώντας τα πραγματικά επιτόκια σε αρνητικό έδαφος, προκαλώντας ανισορροπία στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η άνευ προηγουμένου αβεβαιότητα είναι εμφανής στους διάφορους δείκτες που χρησιμοποιούνται: από το Twitter μέχρι τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα χρηματιστήρια.
Επιπλέον, η παραδοσιακή έννοια της αβεβαιότητας έχει να κάνει με την αδυναμία αξιόπιστης εκτίμησης των κινδύνων.
Οι τρέχουσες συνθήκες χτυπούν καμπανάκι:
Η κατανόηση του σοκ που προκάλεσε η COVID-19 και του πώς θα ισορροπήσει εκ νέου η οικονομία είναι ακόμη ελλιπής.
Βραχυπρόθεσμα, αυτή η αβεβαιότητα εκδηλώνεται στα αποτελέσματα της πολιτικής της ΕΚΤ.
Η πανδημία επηρεάζει τον πληθωρισμό, μέσω των μηχανισμών προσφοράς και ζήτησης.
Και ενώ γενικά η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίζει έντονες αποπληθωριστικές πιέσεις, ο κίνδυνος πληθωρισμού παραμένει απειλητικός, εξαιτίας της προσφοράς χρήματος, της αύξησης του χρέους πανευρωπαϊκά και της μικρής πιθανότητας για κοινή δημοσιονομική πολιτική.
Η εφαρμογή μη συμβατικών μέτρων ίσως είναι απαραίτητη για τη σταθεροποίηση της τρέχουσας έκτακτης συγκυρίας της πανδημικής κρίσης.
Ωστόσο, θα προκαλέσει επέκταση του ήδη μεγάλου ισολογισμού της ΕΚΤ, με αβέβαιες συνέπειες.
Η επακόλουθη συμπίεση των δημοσιονομικών περιθωρίων εγείρει ζητήματα σχετικά με τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους και κατά πόσον η ΕΚΤ θα μπορούσε ενδεχομένως να συνεχίσει την υποστήριξή της πέρα από τον προαναγγελθέντα χρονικό ορίζοντα.
Αυτές οι πτυχές συνδυάζονται με θεμελιώδεις προκλήσεις για τη νομισματική πολιτική λόγω της αυξανόμενης αβεβαιότητας σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι εκτιμήσεις της αγοράς τοποθετούν το πραγματικό επιτόκιο ισορροπίας σε αρνητικό έδαφος, κάτι το οποίο είναι «μη φυσιολογικό» και αποτελεί πηγή ανησυχίας για την εκκαθάριση των κεφαλαιαγορών και την ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να διαχειριστεί τη ζήτηση.
Ο σχεδιασμός της νομισματικής πολιτικής βασίζεται σε εκτιμήσεις συχνά μη παρατηρημένων μεταβλητών, ενώ οι προβλέψεις που γίνονται παρουσιάζουν ολοένα και μεγαλύτερη ανακρίβεια, άρα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν έλλειμμα πληροφόρησης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα παραδοσιακά διαστήματα εμπιστοσύνης πρέπει να απορρίπτονται.
Η εμπιστοσύνη παρέχεται από το εύρος των σεναρίων έκτακτης ανάγκης που εξετάζονται.
Η ΕΚΤ θα πρέπει να παρέχει ένα ορισμένο σύνολο προβλέψεων βάσει ενός εύρους υποθετικών αποτελεσμάτων.
Οι πολιτικές θα πρέπει, στη συνέχεια, να ταξινομούνται με βάση την ικανότητά τους να διατηρούν τον πληθωρισμό σε ένα αποδεκτό (προκαθορισμένο) εύρος για ένα φάσμα υποθέσεων (δηλαδή στα πιο ακραία σενάρια).
Επιπλέον, ο επαναπροσδιορισμός του στόχου σταθερότητας των τιμών, αντί για το κλασικό 2%, θα βοηθούσε στην καλύτερη διαχείριση του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με τη θεωρία των εστιακών σημείων, η μεγαλύτερη σαφήνεια βελτιώνει την επικοινωνία και παρέχει ένα ευοίωνο σήμα στις αγορές που θα διευκολύνουν την επίτευξη του όποιου στόχου.
Τέλος, η καθιέρωση μιας ζώνης ανοχής γύρω από αυτόν τον στόχο θα καθορίσει ρητά τα επίπεδα του πληθωρισμού που είναι ανεκτά.
Το υπόλοιπο εντός αυτού του εύρους διασφαλίζει αξιοπιστία.
Σε περιόδους αβεβαιότητας, είναι σημαντικό για την ΕΚΤ να είναι περισσότερο προβλέψιμη, παρά ακριβής.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών