Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Οικονομική κυριαρχία – Γιατί o Trump αποκτά «χρυσή» μετοχή σε κρίσιμους βιομηχανικούς πρωταθλητές στις ΗΠΑ - Η επαναστατική επιδίωξη

Οικονομική κυριαρχία – Γιατί o Trump αποκτά «χρυσή» μετοχή σε κρίσιμους βιομηχανικούς πρωταθλητές στις ΗΠΑ - Η επαναστατική επιδίωξη
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump έχει ξεδιπλώσει το σχέδιο για την αποδυνάμωση του δολαρίου προκειμένου να ενισχυθούν οι εξαγωγές των ΗΠΑ και να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα που έχουν με όλες τις χώρες του πλανήτη, ενώ επιχειρεί να ανατάξει την βιομηχανική βάση της χώρας και να αποκαταστήσει την απασχόληση
Για όποιον παρακολουθεί τις κινήσεις του Donald Trump στην οικονομία επιφανειακά, χωρίς να γνωρίζει την ευρύτερη λογική που τη διέπει, προκαλείται η απορία: Έγινε σοσιαλιστής, διασφαλίζοντας μερίδιο και κρίσιμη επιρροή σε αρκετές κρίσιμες ιδιωτικές εταιρείες;
Στους πρώτους εννέα μήνες της δεύτερης θητείας του, ο πρόεδρος Trump έχει επιβλέψει μια κυβερνητική επιδρομή μέσα στις αίθουσες διοίκησης επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.
Ο Trump έχει ξεδιπλώσει το σχέδιο για την αποδυνάμωση του δολαρίου προκειμένου να ενισχυθούν οι εξαγωγές των ΗΠΑ και να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα που έχουν με όλες τις χώρες του πλανήτη, ενώ επιχειρεί να ανατάξει την βιομηχανική βάση της χώρας και να αποκαταστήσει την απασχόληση.
Στο πλαίσιο ενός κερματισμού όπου μεγάλοι γεωπολιτικοί χώροι θα ανταγωνίζονται οικονομικά και στρατιωτικά οι παλιοί κανόνες του ελεύθερου εμπορίου δεν φαίνεται δεν λειτουργούν – κυρίως με την ολοκλήρωση του ασιατικού χώρου την οποία καθοδηγεί η Κίνα.
Σε αυτό το πλαίσιο υπέρτερη είναι ανάκτηση της οικονομικής κυριαρχίας.

Οι κινήσεις για την ανάκτηση της οικονομικής κυριαρχίας

Τον Ιούνιο, ο Trump απαίτησε (και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έλαβε) τη λεγόμενη χρυσή μετοχή (golden share) στην U.S. Steel, το οποίο στην πράξη δίνει στον Λευκό Οίκο δικαίωμα veto σε μεγάλο μέρος του μελλοντικού σχεδιασμού της εταιρείας.
Δύο μήνες αργότερα, η κυβέρνηση Trump αγόρασε μετοχικό ποσοστό 10% στην Intel, την κάποτε κυρίαρχη αμερικανική εταιρεία κατασκευής επεξεργαστών που βρίσκεται στη δίνη μια σημαντική κρίσης.
Παρόμοια ποσοστά ακολούθησαν σε τουλάχιστον τέσσερις ακόμη εταιρείες — μεταξύ των οποίων και όσες παράγουν πυρηνική ενέργεια ή εξορύσσουν μέταλλα όπως λίθιο και χαλκό, απαραίτητα για την κατασκευή προηγμένων ημιαγωγών και μπαταριών.
Ο Trump και οι κορυφαίοι αξιωματούχοι του έχουν καταστήσει σαφές ότι μόλις αρχίζουν.
Τον Αύγουστο δήλώσε σε δημοσιογράφους: «Θέλω να πάρω όσο περισσότερα μπορώ».
Αυτό που κάνει αυτές τις κινήσεις να ξεχωρίζουν από άλλες ομοσπονδιακές προσπάθειες επιδότησης, ρύθμισης και ελέγχου εταιρικών αποφάσεων είναι ο ξεκάθαρα πατριωτικός τόνος της κυβέρνησης και η απουσία οποιασδήποτε σοβαρής κρίσης ως αφορμή.
Σε αντίθεση με τη διάσωση των αυτοκινητοβιομηχανιών επί κυβέρνησης Obama, ο Λευκός Οίκος του Trump δεν παρουσιάζει αυτές τις «εισβολές» στην εταιρική διοίκηση ως προσωρινές ή ασυνήθιστες.
Η συμφωνία με την Intel αφορά «την ενίσχυση της οικονομικής κυριαρχίας της χώρας μας», δήλωσε ο υπουργός Εμπορίου Howard Lutnick τον Αύγουστο.
Η απόκτηση ποσοστού 10% σε μια μικρή μεταλλευτική εταιρεία της Αλάσκας, ανέφερε ο Λευκός Οίκος σε επίσημη ανακοίνωση, θα «δώσει προτεραιότητα στην οικονομική ανάπτυξη και την εθνική ασφάλεια».
Στην άλλη πλευρά του επιχειρήματος βρίσκεται ένα επικίνδυνο πείραμα που περιλαμβάνει περισσότερη κεντρικό σχεδιασμό και θέτει σε κίνδυνο τόσο τα χρήματα των φορολογούμενων όσο και ζωτικούς τομείς της οικονομίας.
Και λοιπόν, ποια είναι η λέξη γι’ αυτό το πράγμα;
«Αν ο σοσιαλισμός είναι η κυβέρνηση να κατέχει τα μέσα παραγωγής», είπε ο διάσημος για τα φιλελεύθερα φρονήματά του Rand Paul λίγο μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας με την Intel, «τότε η κυβέρνηση που κατέχει μέρος της Intel δεν είναι βήμα προς τον σοσιαλισμό;»

Η (αναγκαστική) στροφή των Ρεπουμπλικανών

Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Obama, οι συντηρητικοί ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε οποιαδήποτε υπόνοια «σοσιαλισμού», ειδικά όταν προερχόταν από κάποιον δικό τους που δεν ήταν αρκετά αυστηρός στην αντίθεση προς τις διασώσεις μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση ή το Obamacare.
Οι καιροί, προφανώς, έχουν αλλάξει.
Μιλώντας για τη συμφωνία με την Intel στο Οβάλ Γραφείο στις 22 Αυγούστου 2025, ο Trump προσέφερε μια παρόμοια αναλογία από την εποχή που ήταν επιχειρηματίας στη αγορά ακινήτων, όταν χρησιμοποιούσε «δεσμευτικούς όρους» (restrictive covenants) για να περιορίσει το πώς μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα κομμάτια γης.
«Έχουμε έναν δεσμευτικό όρο σε ορισμένες βιομηχανίες», εξήγησε.
«Θα δώσω απολύτως σε κάποιον την ευκαιρία να αναπτύξει σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα, που είναι θετική για εμάς, εφόσον δεν μας βλάπτει από άποψη ασφάλειας ή στρατού.
Και αν το κάνω αυτό, πιστεύω ότι η χώρα θα πρέπει να λαμβάνει τίμημα».
Η διεύρυνση των εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας τα τελευταία χρόνια μπορεί να εξηγεί —αν και όχι να δικαιολογεί— γιατί ο Trump σκέφτεται έτσι.
Κοιτάξτε πώς ο τότε πρόεδρος Joe Biden αντιμετώπισε την προτεινόμενη συγχώνευση της U.S. Steel με τη Nippon Steel με έδρα την Ιαπωνία. Αυτή ήταν μια συμφωνία μεταξύ δύο ιδιωτικών εταιρειών που ανήκαν σε μετόχους σε όλο τον κόσμο, και όμως ο Λευκός Οίκος του Biden την παρουσίασε ως υπονόμευση ενός ζωτικού ζητήματος εθνικής ασφάλειας.
Με εκτελεστικό διάταγμα τον Ιανουάριο του 2025, ο Biden ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν «αξιόπιστα στοιχεία» ότι η συμφωνία θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Δεν διευκρίνισε όμως ποια ήταν αυτά τα στοιχεία.
Αυτό έδωσε στον Trump ένα περιθώριο κινήσεων.
Ο νέος πρόεδρος είχε επίσης αντιταχθεί στη συγχώνευση στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας (και ο υποψήφιος αντιπρόεδρός του, J.D. Vance, ήταν ιδιαίτερα έντονα επικριτικός), αλλά ήταν διατεθειμένος να κάνει μια συμφωνία.
Τον Ιούνιο, ο Trump ανακοίνωσε ότι θα επέτρεπε την αγορά της U.S. Steel από τη Nippon, αλλά με έναν όρο: μία «χρυσή μετοχή» στην U.S. Steel για να διασφαλιστεί ο ομοσπονδιακό έλεγχος στην εταιρεία.
Έγγραφα που κατατέθηκαν τον Ιούνιο στην SEC αποσαφήνισαν τις λεπτομέρειες: ο Trump πρέπει να παρέχει «γραπτή συναίνεση» πριν η U.S. Steel (η οποία θα συνεχίσει να υπάρχει ως θυγατρική της Nippon Steel) μπορέσει να αλλάξει όνομα, να μεταφέρει την έδρα της, να μειώσει ή να αλλάξει προγραμματισμένες επενδύσεις, να προσπαθήσει να αποκτήσει μέρος ανταγωνιστικής επιχείρησης ή να «κλείσει, αναστείλει ή πουλήσει» υπάρχοντα εργοστάσια.
Στο να αποκτήσει ποσοστό στην Intel, ο Trump για άλλη μια φορά διαστρέβλωσε μία από τις οικονομικές παρεμβάσεις του Biden προς πιο άμεσο ομοσπονδιακό έλεγχο μιας κατά τα άλλα ιδιωτικής εταιρείας.

Η εταιρεία παραγωγής μικροτσίπ με έδρα την Καλιφόρνια ήταν για πολλά χρόνια παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της, αλλά πρόσφατα έμεινε πολύ πίσω από εταιρείες όπως η AMD και η Nvidia, οι οποίες πλέον παράγουν μικρότερα, ταχύτερα και πιο προηγμένα τσιπ.
Ελπίζοντας να ενισχύσει την Intel —και να δημιουργήσει μια ισχυρότερη εγχώρια αλυσίδα εφοδιασμού για βασικά τσιπ, πολλά από τα οποία κατασκευάζονται σήμερα στο γεωπολιτικά ευαίσθητο νησί της Ταϊβάν— η κυβέρνηση Biden έκανε την εταιρεία έναν από τους κύριους δικαιούχους των επιδοτήσεων στη νομοθεσία CHIPS and Science Act του 2022, που διέθετε 52 δισ. δολάρια για την επιδότηση κατασκευής μικροτσίπ.
Πέρυσι, ο Λευκός Οίκος ενέκρινε περισσότερα από 9 δισ. δολάρια σε επιδοτήσεις για την Intel, δεμένες με τη δέσμευση της εταιρείας να επενδύσει 100 δισ. δολάρια στην αμερικανική παραγωγή ημιαγωγών.
Ο Trump χαρακτήρισε αυτή τη συμφωνία «κακή για τους φορολογούμενους» —και σε αυτό το σημείο είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς.
Οι επιδοτήσεις επίσης δεν μπόρεσαν να επιβραδύνουν την πτώση της Intel— η τιμή της μετοχής της έχασε το 60% μέσα στο 2024.
Αλλά ο Trump δεν προχώρησε στο να διαχωρίσει το μέλλον της Intel από το πορτοφόλι των φορολογουμένων, τα έδεσε περισσότερο.
Τον Αύγουστο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα μετατρέψει τη χρηματοδότηση του CHIPS and Science Act σε μετοχές της Intel, δίνοντας ουσιαστικά στον Λευκό Οίκο ποσοστό 10% στην εταιρεία.
Σε ένα δελτίο τύπου που ανακοίνωσε την εξαγορά, ο Lutnick είπε ότι η συμφωνία δείχνει πως «αυτή η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στην ενίσχυση της κυριαρχίας της χώρας μας στην τεχνητή νοημοσύνη, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την εθνική μας ασφάλεια».
Μετά από αυτό, το φράγμα έσπασε.
Στα μέσα Οκτωβρίου, η κυβέρνηση είχε αποκτήσει ποσοστό 15% στην MP Materials, 10% στη Lithium Americas Corporation και 10% στην Trilogy Metals. Όλες εμπλέκονται σε βασικά τμήματα της αλυσίδας μπαταριών και ημιαγωγών, από την εξόρυξη έως την κατασκευή.

Στα τέλη Οκτωβρίου, ο Λευκός Οίκος έκλεισε συμφωνία με τη Westinghouse Electric, πλέον καναδική εταιρεία που επιδιώκει να κατασκευάσει περισσότερους πυρηνικούς αντιδραστήρες στις ΗΠΑ.
Σε αντάλλαγμα για τη χρηματοδότηση και τις άδειες αυτών των έργων, η Westinghouse θα αποδίδει έως 20% των μελλοντικών της κερδών στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, η οποία επίσης έχει την επιλογή να αγοράσει ποσοστό 20% αν η εταιρεία εισαχθεί στο χρηματιστήριο, σύμφωνα με το Reuters.
Και φαίνεται απίθανο να σταματήσει εκεί.
Ο υπουργός Οικονομικών Scott Bessent είπε ότι «δεν θα εκπλαγεί» αν οι ΗΠΑ αποκτήσουν μετοχικά ποσοστά σε περισσότερες επιχειρήσεις.
Αν και δεν τις κατονόμασε, πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση είχε εντοπίσει επτά βιομηχανικούς κλάδους στις οποίες πρέπει να επιδιώξει μετοχικές συμμετοχές σε βασικές επιχειρήσεις.
Οι στρατιωτικοί εργολάβοι πιθανότατα βρίσκονται στη λίστα — ο Lutnick τους έχει περιγράψει ως «ουσιαστικά ένα παρακλάδι της κυβέρνησης των ΗΠΑ».
Έπειτα υπάρχουν οι εταιρείες που εργάζονται σε προηγμένη υπολογιστική και τεχνητή νοημοσύνη.
Τουλάχιστον τρεις εταιρείες που ασχολούνται με προηγμένους κβαντικούς υπολογιστές «συζητούν να δώσουν στο Υπουργείο Εμπορίου μετοχικά ποσοστά σε αντάλλαγμα για ομοσπονδιακή χρηματοδότηση, ένδειξη ότι η κυβέρνηση Trump επεκτείνει τις παρεμβάσεις της σε αυτό που θεωρεί κρίσιμους τομείς της οικονομίας», ανέφερε η Wall Street Journal στις 23 Οκτωβρίου.
Ο Bessent έχει υπονοήσει ότι ο κεντρικός έλεγχος της οικονομίας από την Ουάσινγκτον θα μπορούσε να πάρει και άλλες μορφές, συμπεριλαμβανομένων «κατώτατων ορίων τιμών» σε «μια σειρά από βιομηχανίες».

Τι μπορεί να πάει άσχημα; - Το χρήμα... πάει να πεθάνει στην Intel

Οι κίνδυνοι όλων αυτών θα έπρεπε να είναι προφανείς, λέει ο Norbert Michel, αντιπρόεδρος στο Cato Institute. «Είναι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση που αναλαμβάνει και κατευθύνει οικονομικές αποφάσεις οι οποίες κανονικά θα λαμβάνονταν στον ιδιωτικό τομέα.»
Γενικά, υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους αυτό μπορεί να πάει άσχημα.
Ο πιο προφανής: Τι θα συμβεί εάν η κυβέρνηση κάνει μια κακή επένδυση εκ μέρους των φορολογουμένων;
Με την Ουάσιγκτον να έχει εγκατασταθεί πλέον στην αίθουσα διοίκησης, ο κίνδυνος αυτός φτάνει σε νέα επίπεδα, ανεξαρτήτως των προθέσεων της κυβέρνησης ή της ρητορικής περί εθνικής ασφάλειας.
Σε συνέντευξη του Οκτωβρίου στο Politico, ο γνωστός επιχειρηματίας Kevin O’Leary (γνωστός ως «Mr. Wonderful» από το Shark Tank), ο οποίος κατά τα άλλα υποστηρίζει τον Trump, κατήγγειλε την «κακή επένδυση» στην Intel.
Η Intel είναι «ο τόπος όπου το χρήμα πάει για να πεθάνει… τα τελευταία 10 χρόνια», είπε ο O’Leary.
«Είναι μια τρομερή εταιρεία. Κάποιος πρέπει να πει την αλήθεια.
Σας λέω απλώς πώς είναι: αυτός ο σκύλος δεν κυνηγάει.»
Αν η κυβέρνηση θεωρεί την επιτυχία της Intel «θεμελιώδη για το μέλλον του έθνους μας», όπως έχει πει ο Trump, τότε είναι πιο πιθανό να ρίξει ακόμη περισσότερα χρήματα στην εταιρεία, ακόμη κι αν οι ζημιές συσσωρεύονται. Υπάρχει επίσης το κόστος ευκαιρίας.
Τι γίνεται αν κάποια άλλη εταιρεία εξόρυξης ή παραγωγής ημιαγωγών εμφανιστεί με καλύτερες ή πιο αποτελεσματικές μεθόδους, αλλά δεν μπορεί να πετύχει σε μια αγορά όπου η κυβέρνηση έχει ήδη επιλέξει έναν «εθνικό πρωταθλητή»;
Αυτό οδηγεί απευθείας στο δεύτερο πρόβλημα: όταν αυτό που συμβαίνει στην Ουάσιγκτον γίνεται πιο σημαντικό από αυτό που πετυχαίνει η ίδια η εταιρεία.
Η Intel έχει ήδη προειδοποιήσει τους επενδυτές για πιθανές «αρνητικές αντιδράσεις, άμεσα ή με την πάροδο του χρόνου», που θα μπορούσαν να προκληθούν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση η οποία πλέον κατέχει ποσοστό της εταιρείας. Μεταξύ αυτών είναι το ενδεχόμενο η αλλαγή πολιτικού κλίματος στην Ουάσιγκτον να μεταβάλει ή να καταργήσει την άμεση γραμμή της εταιρείας προς τις κρατικές ενισχύσεις.
Σε ό,τι αφορά τη συμφωνία με την U.S. Steel, η Sarah Bauerle Danzman από το Atlantic Council προειδοποιεί ότι «μία ‘‘χρυσή μετοχή’’ μειώνει την οικονομική αξία της εταιρείας» λόγω της πιθανότητας πολιτικών παρεμβάσεων.
«Τα κείμενα εταιρικής διακυβέρνησης θα καθορίσουν τα πεδία στρατηγικών και λειτουργικών αποφάσεων στα οποία ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα έχει πλέον δικαίωμα βέτο», έγραψε τον Ιούνιο.
«Η U.S. Steel μπορεί να μην είναι κρατική, αλλά σίγουρα πλέον ελέγχεται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ».

Πώς επηρεάζει η κρατική ιδιοκτησία

Σε βάθος χρόνου, αυτό δεν αποδίδει καλά για κανέναν.
Μια μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2024 διαπίστωσε ότι εταιρείες στις οποίες το κράτος κατέχει τουλάχιστον 10% ήταν κατά μέσο όρο 32% λιγότερο παραγωγικές από εταιρείες στον ίδιο κλάδο.
Ήταν επίσης 6% λιγότερο κερδοφόρες.
Η κρατική ιδιοκτησία «φαίνεται να περιορίζει την επιχειρησιακή και οικονομική απόδοση εταιρειών που λειτουργούν σε ανταγωνιστικές αγορές», κατέληξαν οι συγγραφείς.
«Οι ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι θα θέτουν τιμές και θα κάνουν επενδύσεις βάσει πολιτικών αποφάσεων, επιβραβεύοντας τους καλύτερα συνδεδεμένους πολιτικούς συμμάχους.
Αυτό προάγει ό,τι είναι καλό για αυτούς», λέει ο Michel.
«Από τη στιγμή που ξεκινάς αυτόν τον δρόμο, η πίεση είναι πάντα να κάνεις περισσότερα, όχι λιγότερα. Σε κάποιο σημείο, δεν έχεις πλέον οικονομία της αγοράς».
Και δεδομένου ότι έχουν τεθεί στο τραπέζι ακόμη και καθολικά κατώτατα όρια τιμών, προσθέτει: «Αν πάρουμε τον Bessent στα σοβαρά, τότε έχουμε ήδη φτάσει σε αυτό το σημείο.»

Οι στρατηγικοί τομείς της παγκόσμιας οικονομίας

Εδώ βρίσκεται ένας άλλος, ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Trump θα έλεγε στον Elon Musk πώς να διευθύνει την SpaceX ή ότι ο ίδιος ο πρόεδρος θα αποφάσιζε το μέλλον των κβαντικών υπολογιστών χωρίς κάποια σοβαρή τεχνική συμβουλή.
Αλλά οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι —ανεξαρτήτως κόμματος— έχουν γενικά πολύ φτωχές ιστορικές επιδόσεις στο να επιλέγουν τις εταιρείες και τις τεχνολογίες του μέλλοντος.

Πιο πρόσφατα, υπήρξε η αντιπαράθεση για το ποια μορφή τεχνολογίας AI πρέπει να επιλέξει η κυβέρνηση να προωθήσει — οι supercomputers (όπως πρότεινε ο Sam Altman) ή το πλέγμα των μικρότερων τσιπ (όπως πρότεινε ο Larry Ellison).
Η κυβέρνηση Biden έδειξε ισχυρή προτίμηση προς την πλευρά του Altman.
Η κυβέρνηση Trump φαίνεται προς το παρόν έτοιμη να στραφεί προς την πλευρά του Ellison — χρηματοδοτώντας μικρότερες εταιρείες όπως η Lightmatter και η Cerebras, και επαναφέροντας στο προσκήνιο τις προσπάθειες καινοτομίας της Intel.
«Οι Altman και Ellison θέλουν την ίδια κατάληξη, απλά προτείνουν διαφορετικές διαδρομές. Είναι σαν να συζητάς το αν πρέπει να αναπτύξεις το Highway 80 ή το Interstate 5», λέει ο Paul Triolo της Albright Stonebridge Group, ο οποίος συμβουλεύει εταιρείες ενέργειας και τεχνολογίας.
«Το ένα είναι φθηνότερο και το άλλο πιο ακριβό.
Αλλά ο Θεός να βοηθήσει τον εκλεγμένο πολιτικό που πρέπει να αποφασίσει ανάμεσα στα δύο.»
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική στο να επιλέγει νικητές -  αυτό που είναι αξιοσημείωτο τώρα είναι το πόσο άνετα και οι δύο διαδοχικές διοικήσεις φαίνεται να αποδέχονται την ιδέα ότι πρέπει να το κάνει.
Το 2019, η τότε κυβέρνηση Trump δήλωσε επίσημα ότι ήθελε να «κυριαρχήσει στα σε στρατηγικούς τομείς της παγκόσμιας οικονομίας». Εκείνη η φράση, που έγινε δημοφιλής από τον Σοβιετικό ηγέτη Vladimir Lenin, υποτίθεται ότι εξέφραζε την τεράστια φιλοδοξία της κυβέρνησης απέναντι στην AI, την ηλιακή ενέργεια και τους κβαντικούς υπολογιστές.
Σήμερα, η φράση αποκτά έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Η κυβέρνηση Trump εργάζεται πλέον για την κρατική ιδιοκτησία ενός μεγάλου αριθμού εταιρειών στις ίδιες αυτές βιομηχανίες. Ουσιαστικά αποκτά τις ίδιες τις βιομηχανίες αυτές.
Ποια είναι λοιπόν η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτό;

Και στο βάθος οικονομικός πόλεμος

Η άμεση απάντηση βρίσκεται σε μία από τις πιο φιλόδοξες προτεραιότητες της κυβέρνησης Trump: τον επιταχυνόμενο ανταγωνισμό με την Κίνα.
Από την οπτική του Λευκού Οίκου, η αγορά από μόνη της δεν μπορεί να δημιουργήσει την είδους ανθεκτικότητα που απαιτεί η σύγχρονη γεωπολιτική πραγματικότητα για την προστασία της αμερικανικής οικονομίας.
Για αυτόν τον λόγο, ο Trump δήλωσε ότι θέλει η Αμερική να συνεχίσει να διευρύνει «χάσματα που χρειάστηκαν 100 χρόνια να κλείσουν» απέναντι στην Κίνα στους κβαντικούς υπολογιστές και να αποφύγει μια «τύπου Σοβιετικής Ένωσης κατάρρευση» στην Τεχνητή Νοημοσύνη.
Και από αυτήν την άποψη, η μετατόπιση προς κρατική ιδιοκτησία είναι σχεδόν λογική.
Η Κίνα έχει πολύ μεγαλύτερη και πιο κεντρικά καθοδηγούμενη βιομηχανική πολιτική που αναπτύσσει, επιδοτεί και καθοδηγεί κάθε βήμα του οικοσυστήματος των ημιαγωγών της. Οι μεγαλύτερες κινεζικές εταιρείες τσιπ είναι κρατικές, και όλες οι μεγάλες ιδιωτικές τεχνολογικές εταιρείες — Alibaba, ByteDance, Tencent — είναι υποχρεωμένες να δίνουν στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνησή τους.
Τα τελευταία 40 χρόνια, αυτός ο αναπτυξιακός καπιταλισμός έχει μετατρέψει την Κίνα σε στρατηγικό κέντρο παγκόσμιας παραγωγής στα περισσότερα βασικά προϊόντα της παγκόσμιας οικονομίας — χάλυβα, μπαταρίες, σπάνιες γαίες, ηλιακά πάνελ, ηλεκτρικά οχήματα, ενέργεια.
Μέσω αυτής της στρατηγικής, η Κίνα κατάφερε να εκτοπίσει την αμερικανική παραγωγή σε δεκάδες κλάδους.
Η Washington Post ανέφερε ότι το οικονομικό επιτελείο του Trump εξετάζει ακόμη και το ενδεχόμενο πλήρους απαγόρευσης κάθε εισαγωγής κινεζικών προϊόντων, μια κίνηση που «θα μπορούσε να προκαλέσει οικονομική καταστροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες» λόγω των χαώδης επιπτώσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Και μετά υπάρχει η κίνησή του για τη διεύρυνση της κρατικής ιδιοκτησίας. Κινείται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που κινήθηκε η κυβέρνηση Franklin Roosevelt πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο — όταν εξαγόρασε εργοστάσια, εταιρείες και πρώτες ύλες για να επιταχύνει την παραγωγή εθνικής ασφάλειας, από χάλυβα μέχρι βωξίτη.

Η ηθική του πολέμου στην οικονομία 

Το 1941, φιλόσοφοι όπως ο William James και πολιτικοί στοχαστές όπως ο Walter Lippmann υποστήριξαν ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να υιοθετήσουν ένα εθνικό σχέδιο που θα λειτουργούσε σαν «το ηθικό αντίστοιχο του πολέμου» — ένα σύστημα ενδιάμεσα μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, για να ανταγωνιστούν τα ταχύτερα κινούμενα αυταρχικά καθεστώτα της εποχής.
Τότε, ο Roosevelt το έκανε πραγματικότητα.
Σήμερα, ο Trump επιχειρεί κάτι παρόμοιο — αλλά εντελώς αμερικανικού τύπου, και σε εντελώς διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο.
Ο Justin Logan από το Cato Institute λέει ότι το σχέδιο Trump «μοιάζει με παρωδία ενός πενταετούς σχεδίου» — αναφερόμενος στα κεντρικά αναπτυξιακά πλάνα της Σοβιετικής Ένωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, προσθέτει, «είναι χειρότερο, γιατί τουλάχιστον αυτοί είχαν εμμονή με τη βαριά βιομηχανία, ενώ εμείς επιδοτούμε έναν την καταρρέουσα χαλύβουργία».
Όλα αυτά θέτουν το θεμελιώδες ερώτημα: τι πραγματικά θέλει ο Trump;
Ποιο είναι το τελικό παιχνίδι της κυβέρνησης;
Πώς μοιάζει η επιτυχία;
Παρά όλη τη συζήτηση περί εθνικής ασφάλειας και πατριωτικών επενδύσεων, πολλοί οικονομολόγοι λένε ότι το πρόγραμμα του Trump φαίνεται ασταθές και αντιφατικό.
Δίνει γενναιόδωρες επιδοτήσεις σε εταιρείες που λειτουργούν σε αγορές όπου η ζήτηση και το κόστος αλλάζουν συνεχώς.
Μερικές από αυτές τις επιχειρήσεις — όπως η χαλυβουργία και οι σπάνιες γαίες — είναι διαβόητα κυκλικές, με γρήγορες περιόδους ανόδου και εξίσου γρήγορες περιόδους κατάρρευσης.
Και επειδή η κυβέρνηση τώρα παίρνει και μετοχές σε αυτές, επεκτείνεται ο κίνδυνος: οι φορολογούμενοι πλέον βρίσκονται εκτεθειμένοι σε ευμετάβλητες αποδόσεις, κάτι που κανονικά αποτελεί ρίσκο για ιδιώτες επενδυτές.
Ο Dereck Scissors από το American Enterprise Institute λέει ότι οι κινήσεις αυτές «δεν έχουν ιδεολογική βάση».
Οπότε, τι θέλει πραγματικά ο Trump;
Ίσως μια οικονομία φιλτραρισμένη μέσα από ένα πρίσμα εθνικής ασφάλειας, όπου το κράτος έχει ισχυρό χέρι αλλά όχι πλήρη έλεγχο  - όπου οι αμερικανικές εταιρείες ενισχύονται σε στρατηγικούς τομείς αλλά δεν εθνικοποιούνται εξ ολοκλήρου• μια οικονομία που δεν θυμίζει ούτε τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό ούτε το κινεζικό μοντέλο, αλλά κάτι υβριδικό, απρόβλεπτο και πρωτογενώς αμερικανικό.
img
Η πολιτική παλίρροια

Υπάρχει μια ειρωνεία εδώ που δεν περνά απαρατήρητη.
Ο Trump εξελέγη —και επανεξελέγη— υποσχόμενος να «στραγγίσει τον βάλτο» της Ουάσιγκτον, να περιορίσει τη σπατάλη της κυβέρνησης και να επαναφέρει τον έλεγχο της οικονομίας στους απλούς Αμερικανούς.
Και όμως, η νέα βιομηχανική πολιτική του δημιουργεί έναν νέο, ακόμη μεγαλύτερο βάλτο: έναν βάλτο επιχειρηματικών κονδυλίων, επιδοτήσεων, κρατικών μεριδίων, και τιμών που καθορίζονται από την Ουάσινγκτον.

Η επιρροή του κράτους πλέον διεισδύει σε τομείς που κάποτε θεωρούνταν προμαχώνες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας — από την τεχνητή νοημοσύνη και την πυρηνική ενέργεια μέχρι την εξόρυξη μετάλλων και τη βαριά βιομηχανία.

Αλλά το μεγαλύτερο ερώτημα παραμένει αναπάντητο:
Πού σταματάει αυτό;

Στην πράξη, δεν υπάρχει ξεκάθαρη διαδικασία για να σταματήσει αυτό το νέο κύμα κρατικού καπιταλισμού.
Οι εταιρείες σιωπούν — είτε επειδή χρειάζονται χρήματα, είτε επειδή φοβούνται να εναντιωθούν.
Το Κογκρέσο παραμένει παράλυτο.
Τα δικαστήρια δύσκολα θα δεχτούν προσφυγές από τρίτους.
Και τα κόμματα δείχνουν πρόθυμα να διατηρήσουν τα νέα εργαλεία εξουσίας για μελλοντική χρήση.

Ακόμη και κάποιοι σοσιαλιστές βρίσκουν πράγματα να τους αρέσουν.
Ο Bernie Sanders έχει ήδη στηρίξει τις κινήσεις του Trump να αποκτήσει κρατικά μερίδια σε εταιρείες που χρηματοδοτούνται από το κράτος — κάτι που ζητούσε ανοιχτά από το 2022.
Την ίδια στιγμή, οι λίγοι Ρεπουμπλικάνοι που τολμούν να επικρίνουν την κατεύθυνση αυτή — όπως ο Rand Paul και ο Thomas Massie — δέχονται επίθεση από το ίδιο τους το κόμμα, με τον Trump να στηρίζει αντιπάλους τους σε προκριματικές εκλογές.
Υπάρχει εδώ μια ξεκάθαρη σύγκρουση:
Η παράδοση της ελεύθερης αγοράς εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος συγκρούεται με την αναδυόμενη, διακομματική αποδοχή του κρατικού καπιταλισμού.
Το οικονομικό στοίχημα του Trump υπερβαίνει τον ορίζοντα μιας προεδρίας καθώς ανασχηματίζει ταυτόχρονα την παγκόσμια και την εγχώρια οικονομία – θα έχει πολλές κύματα η πορεία ενώ είναι αβέβαιο εάν το πλοίο φτάσει στο λιμάνι ή βουλιάξει μεσοπέλαγα αύτανδρο.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης