Η πανδημία του Covid-19, όπως και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, ανέδειξαν την αδυναμία των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών στην αντιμετώπιση της γενικευμένης –οικονομικής, κοινωνικής και υγειονομικής- κρίσης.
Τα πρωτόγνωρα οικονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σε παγκόσμια βάση για να περιορίσουν τις καταστροφικές συνέπειες της πανδημίας, ανέτρεψαν τις δογματικές και συντηρητικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, που καθιερώθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση.
Σοβαροί και διαπρεπείς οικονομολόγοι, όπως ο Olivier Blanchard και ο Lawrence Summers είχαν επισημάνει, από το 2019, στo βιβλίο τους (Evolution or Revolution.
Rethinking Macroeconomic Policy after the Great Recession), ότι μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, μια «επανάσταση», θα πραγματοποιηθεί στη μακροοικονομική ανάλυση.
Από την πλευρά του ο Joseph Stiglitz υποστηρίζει ότι «πρέπει να ξαναγράψουμε εξ’ ολοκλήρου τους οικονομικούς κανόνες» (βλ. A. Cartapanis & J.-H. Lorenzi, L’ économie au feu de la pandémie, Le Monde 21/12/2020).
Μετά την εκδήλωση της πανδημίας του Covid-19, το Δεκέμβριο του 2020, αδρανοποιήθηκε το παγκοσμιοποιημένο σύστημα παραγωγής, λόγω των απαγορευτικών μέτρων στις μετακινήσεις του πληθυσμού σε παγκόσμια βάση.
Έτσι, περιορίστηκε τόσο η ζήτηση όσο και η προσφορά.
Οι επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να θέσουν σε μερική ανεργία τους εργαζόμενους ή/και να εφαρμόσουν συστήματα τηλεργασίας. Ταυτόχρονα, ανέστειλαν τα επενδυτικά τους σχέδια, με κίνδυνο να υποβαθμιστεί το παραγωγικό δυναμικό τους.
Απροετοίμαστες οι κυβερνήσεις
Από την πλευρά τους, οι κυβερνήσεις βρέθηκαν απροετοίμαστες για ν’ αντιμετωπίσουν μια τόσο σοβαρή υγειονομική κρίση.
Οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονταν επί δεκαετίες περιόρισαν την εμβέλεια των κρατικών υγειονομικών φορέων τους (π.χ. ανεπαρκείς μονάδες εντατικής θεραπείας, ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού).
Μπροστά στον κίνδυνο της συνολικής κατάρρευσης του παραγωγικού συστήματος, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν ανορθόδοξες (με βάση τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση) οικονομικές πολιτικές, όπως και μετά τη χρηματιστηριακή κρίση του 2008-2009.
Οι πρώτες αύξησαν τα δημοσιονομικά ελλείμματά τους, προκειμένου να στηρίξουν τις επιχειρήσεις με δάνεια εγγυημένα από το δημόσιο και να αναστείλουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Επίσης, ανέλαβαν την πληρωμή μέρους των αμοιβών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και αύξησαν τα επιδόματα για τους ανέργους. Ταυτόχρονα, ενίσχυσαν τα συστήματα υγείας τους.
Το κόστος των μέτρων αυτών έφθασε το 2020 στο 9% του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες χώρες και 3,5% στις αναδυόμενες χώρες (IMF, Economic Outlook, October 2020).
΄Ετσι, το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, προβλέπεται να αυξηθεί σε υψηλά επίπεδα το 2020.
Θα φθάσει στο 100% σε παγκόσμιο επίπεδο, 100% στην Ευρωζώνη (έναντι 85,9% το 2019), 170% στην Ιταλία (έναντι 134% το 2019), 117% στη Γαλλία και 209% στην Ελλάδα (IMF, Economic Outlook, October 2020).
Οι κεντρικές τράπεζες
Από την πλευρά τους, οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν τους ισολογισμούς τους, μετά την πανδημία, ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν σημαντικό μέρος του χρέους των κυβερνήσεων (κρατικά ομόλογα), καθώς και άλλα στοιχεία ενεργητικού του ιδιωτικού τομέα (εταιρικά ομόλογα, εγγυημένα δάνεια, κ.ά.). Επίσης, χρηματοδότησαν την οικονομία με χαμηλά ή αρνητικά επιτόκια.
Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αύξησε τον ισολογισμό της κατά 2.400 δις. ευρώ για να στηρίξει τη ρευστότητα της οικονομίας (Le Monde, 4/1/2021).
Το ίδιο έπραξε και η Federal Reserve (Fed), η οποία αύξησε τον ισολογισμό της κατά 3.000 δις. δολάρια για να στηρίξει την αμερικανική οικονομία.
Χωρίς την προώθηση και εφαρμογή των ανορθόδοξων οικονομικών πολιτικών αυτών, οι ζημιές στην οικονομία και οι κοινωνικές συνέπειες θα ήταν σοβαρότερες.
Για το 2020, προβλέπεται ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 4,4%, κατά 8,3% στην Ευρωζώνη και 4,3% στις ΗΠΑ, ενώ θα αυξηθεί κατά μόλις 1,8% στην Κίνα.
Όσον αφορά τις προβλέψεις για το 2021, εκτιμάται ότι η παγκόσμια οικονομία θα ανακάμψει με ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 5,4% και η Ευρωζώνη με 6,0% (IMF).
Το ερώτημα που τίθεται είναι τι θα συμβεί στην οικονομία μετά τον τερματισμό της πανδημίας, δηλαδή μετά τον εμβολιασμό και την ανοσία του πληθυσμού, καθώς και της εφαρμογής των μέτρων στήριξης της οικονομίας.
Συγκεκριμένα, πώς θα αποτραπούν οι πτωχεύσεις των επιχειρήσεων, που δεν θα αντέξουν μετά την κατάργηση των ευνοϊκών χρηματοδοτικών και φορολογικών μέτρων;
Με ποιο τρόπο θα ελαχιστοποιηθούν οι απολύσεις των εργαζομένων, λόγω της υποβάθμισης της παραγωγικής βάσης των επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα της αναστολής, για μεγάλη χρονική περίοδο, των επενδυτικών σχεδίων τους;
Πώς θα προστατευτούν οι περισσότερο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού λόγω της αύξησης της φτώχειας και των ανισοτήτων που προκάλεσε η πανδημία;
Για πόσο χρόνο τα επιτόκια θα παραμείνουν μηδενικά και τι θα συμβεί αν ο πληθωρισμός επανεμφανιστεί;
Τι πρέπει να γίνει;
Οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί συνιστούν, ότι για ν’ αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις αυτές θα πρέπει να μη βιαστούν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες να εγκαταλείψουν τις επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές αντίστοιχα.
Ειδικότερα, ο Jason Furman και ο Lawrence Summers (βλ. A Reconsideration of Fiscal Policy in the Era of Low Interest Rates, Discussion Draft, Brookings Institution, November 30, 2020) υποστηρίζουν ότι οι αντικυκλικές πολιτικές θα πρέπει να έχουν μονιμότερο χαρακτήρα και να συνδυαστούν με έναν εκτεταμένο και μεγάλης κλίμακας μετασχηματισμό των βιομηχανικών οικονομιών. Συνεπώς, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα πρέπει να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα.
Επίσης, θα πρέπει ν’ αλλάξουν τα κριτήρια βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Η βιωσιμότητα πρέπει να κρίνεται με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του χρέους και όχι με βάση το συσσωρευμένο ύψος του. Τα αρνητικά επιτόκια (δηλαδή επιτόκια μικρότερα του πληθωρισμού) θα συμβάλλουν στην αποπληρωμή και τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Ένας επιπλέον λόγος για τη συνέχιση των ελαστικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών είναι η ανάγκη αντιμετώπισης του κινδύνου της μακροχρόνιας στασιμότητας (secular stagnation), που προκαλείται από τη μακροχρόνια γήρανση του πληθυσμού, που οδηγεί στην αύξηση της αποταμίευσης, και την αύξηση των ανισοτήτων.
Έτσι, περιορίζεται η ζήτηση και κατ’ επέκταση η κερδοφορία των επιχειρήσεων, που με τη σειρά τους προκαλούν συρρίκνωση των επενδύσεων, της απασχόλησης και αύξηση της ανεργίας.
Επίσης, ο τεχνολογικός μετασχηματισμός (π.χ. ψηφιοποίηση και τεχνητή νοημοσύνη) απαξιώνει και περιθωριοποιεί σημαντικό ποσοστό της εργασίας, κυρίως της ανειδίκευτης (βλ. Π. Ρουμελιώτης, Ρήξη, ο πόλεμος της τεχνητής νοημοσύνης, Εκδόσεις Λιβάνη, 2020, σσ. 61-73).
Η πανδημία του Covid-19 έχει ενισχύσει τους παραπάνω κινδύνους, όπως και η διαφαινόμενη μερική απο-παγκοσμιοποίηση, ο τεχνολογικός μετασχηματισμός και η κλιματική αλλαγή.
Συγκεκριμένα, ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, που μάλλον θα συνεχιστεί κι από τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ J. Biden, έχει επηρεάσει αρνητικά το παγκόσμιο εμπόριο.
Ο πόλεμος αυτός οδήγησε σε μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων από την Κίνα σ’ άλλες χώρες, της Νοτιοανατολικής Ασίας (Ν. Κορέα, Βιετνάμ, Ταϊβάν) (Le Monde, 6/6/2020).
Αδύναμο το υγειονομικό σύστημα
Με την πανδημία του Covid-19, αναδείχτηκαν οι αδυναμίες πολλών κρατών να καλύψουν τον πληθυσμό τους με υγειονομικά μέσα (φάρμακα, εμβόλια, μάσκες κ.ά.), λόγω της μεγάλης εξάρτησής τους από τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής, δηλαδή τις εισαγωγές τους απ’ αυτές.
Σήμερα το 70% του διεθνούς εμπορίου αποτελείται από ενδιάμεσα προϊόντα, που παράγονται από τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής (Le Monde, 7-8/6/2020).
Σε περίπτωση που αδρανοποιηθεί ένα μέρος μιας αλυσίδας παραγωγής σε μια χώρα, όπως συνέβη μετά την εκδήλωσή της πανδημίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο, χρονοβόρο και ακριβότερο ν’ αντικατασταθεί από μια άλλη χώρα κι έτσι παραλύουν οι αλυσίδες αυτές.
Οι κυβερνήσεις, κάτω από την πίεση της υγειονομικής κρίσης, αναγκάστηκαν να επαναφέρουν βασικές παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. φαρμάκων, αναπνευστήρων, μασκών, κ.α.) σε εθνικό ή/και περιφερειακό επίπεδο.
Φαίνεται λοιπόν ότι οι διάφορες χώρες θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ανθεκτικότερα συστήματα παραγωγής, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν νέες εξωτερικές διαταραχές (σοκ) (βλ. Ph. Golub, Trois hypothèses géopolitiques, Le Monde Diplomatique, Juin 2020).
(Η ανθεκτικότητα ορίζεται ως η ικανότητα μιας χώρας να αντικαταστήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα την εισαγωγή ενός προϊόντος ή εξαρτήματος με εγχώρια παραγωγή του προϊόντος ή εξαρτήματος αυτού.
Οι χώρες που διαθέτουν τα ανθεκτικότερα συστήματα και αλυσίδες παραγωγής είναι η Κίνα, η Ιταλία, οι ΗΠΑ, η Ισπανία, η Αυστρία, η Πολωνία και η Πορτογαλία. Οι χώρες με τα λιγότερο ανθεκτικά συστήματα παραγωγής είναι οι Αφρικανικές, η Ρωσία, η Αυστραλία, το Ιράν, η Ελλάδα και οι Βαλκανικές χώρες. Οι χώρες με ενδιάμεσο βαθμό ανθεκτικότητας είναι ο Καναδάς, η Αργεντινή, η Ν. Αφρική, η Ινδονησία και το Πακιστάν) (βλ. E. Laville & A. Florestin, Réduire la dépendance à la mondialisation, Le Monde, 24-25/5/2020).
Τόσο η αύξηση των δασμών, λόγω του εμπορικού πολέμου, όσο και η επαναφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων σε εθνικό ή/και περιφερειακό επίπεδο, θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής και των τιμών προϊόντων και εξαρτημάτων.
Τι συμβαίνει με την κλιματική αλλαγή;
Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, έχει καταστεί πλέον επείγουσα η ανάγκη εφαρμογής της Παγκόσμιας Συμφωνίας του Παρισιού COP, σχετικά με τη δραστική μείωση των εκπομπών CO2 (διοξειδίου του άνθρακα) μέχρι το 2050, ώστε να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη μας.
Η προσπάθεια αυτή θα απαιτήσει ένα σαρωτικό μετασχηματισμό του παραγωγικού συστήματος και σημαντική αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επιταχυνθεί η ενεργειακή μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Για την επίτευξη των στόχων αυτών, θα πρέπει να φορολογηθούν περισσότερο οι εκπομπές CO2, τόσο στο εσωτερικό των διαφόρων χωρών, όσο και στις μεταξύ τους συναλλαγές. Τόσο η ενεργειακή μετάβαση, όσο και οι φόροι και δασμοί CO2, θα συμβάλουν στην αύξηση των τιμών της ενέργειας, που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε αυξήσεις του κόστους παραγωγής και κατ’ επέκταση των τιμών των προϊόντων (βλ. P. Artus, Du client roi `à la planète reine, Le Monde, 20-21/12/2020).
Όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση, θα απαιτηθούν σημαντικοί πόροι για τη χρηματοδότηση των σχετικών επενδύσεων.
Για το λόγο αυτό θα πρέπει τα μακροχρόνια επιτόκια να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους.
Όμως, με τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας και των προϊόντων που θα παράγονται με βάση τους νέους περιβαλλοντικούς κανόνες, οι επιχειρήσεις θα διασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους.
Οι επιχειρήσεις που δε θα μπορέσουν να προσαρμοστούν με τους νέους περιβαλλοντικούς κανόνες θα αποκλειστούν από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς θα θεωρηθούν υψηλού ρίσκου από το τραπεζικό σύστημα και δε θα χρηματοδοτούνται από αυτό.
Το μεγάλο στοίχημα είναι πώς με τις αυξήσεις των τιμών, ο πληθωρισμός δε θα ξεπεράσει ένα ασφαλές όριο, ώστε να μην αναγκαστούν οι κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν σημαντικά τα επιτόκιά τους.
Από τη μια πλευρά, το εγχείρημα αυτό δε φαίνεται ακατόρθωτο, καθώς από την εμπειρία προκύπτει ότι, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, οι επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν δεν οδήγησαν σε αύξηση του πληθωρισμού.
Επίσης, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, της αύξησης της αποταμίευσης και των ανισοτήτων, η ζήτηση παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα.
Το ίδιο προβλέπεται να συμβεί και μετά την εφαρμογή των πρωτόγνωρων δημοσιονομικών και νομισματικών μέτρων, που προωθήθηκαν για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας.
Με βάση τις προβλέψεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα μέχρι το 2023 (1,4% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη). Και αυτό επειδή η ενίσχυση της ρευστότητας, για την αντιμετώπιση της κρίσης του Covid-19, δεν προκαλεί αύξηση της ζήτησης. Αντίθετα, προβλέπεται να συμβάλει στην αύξηση της αποταμίευσης, τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των νοικοκυριών (κατά 200 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος του 2021) (βλ. Le Monde, 2/1/2021).
Από την άλλη πλευρά, οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των προϊόντων, λόγω της κλιματικής και ενεργειακής μετάβασης, αναμένεται να τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό.
Επομένως, για να παραμείνουν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα θα πρέπει οι αυξητικές τάσεις των τιμών, λόγω της κλιματικής και ενεργειακής μετάβασης, να αντισταθμιστούν από τις αρνητικές τάσεις, λόγω της υψηλής αποταμίευσης και της γήρανσης του πληθυσμού.
Επίσης, με την ψηφιοποίηση της οικονομίας αναμένεται να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να αυξηθεί το περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το κρίσιμο δίλλημα είναι πότε και πώς η Ευρωζώνη πρέπει να επαναφέρει σε εφαρμογή το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Τα αυστηρά δημοσιονομικά κριτήριά του, σε συνδυασμό με την αύξηση του χρέους, καθιστούν δυσχερές το εγχείρημα της εφαρμογής του από πολλές χώρες μέλη, κυρίως από τις νότιες.
Ειδικότερα, η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η ανάγκη πραγματοποίησης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, για να μειωθεί το δημόσιο χρέος, σε μια περίοδο χαμηλού πληθωρισμού και ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, φαίνεται ότι θα προκαλέσουν τριγμούς στις σχέσεις μεταξύ των βορείων και νοτίων χωρών της Ευρωζώνης (Le Monde, 3-4/1/201).
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, οι νεο-φιλελεύθερες οικονομικές, δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, που εφαρμόστηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση, φαίνεται ότι έφθασαν στα όριά τους.
Αποδείχθηκαν ακατάλληλες σε περιόδους εξωτερικών διαταραχών, όπως στην περίπτωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009 και της πανδημίας του Covid-19. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η κρατική παρέμβαση, με πρωτόγνωρα δημοσιονομικά μέτρα, και εκείνη των κεντρικών τραπεζών, με σημαντική αύξηση της ρευστότητας και αρνητικά επιτόκια, διέσωσαν το παγκόσμιο οικονομικό οικοδόμημα από την καταστροφή του.
Οι πολιτικές λιτότητας οδήγησαν στην απαξίωση του υγειονομικού συστήματος και με την πανδημία, οι περισσότερες χώρες βρέθηκαν σε αδυναμία να την αντιμετωπίσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά, καθώς και να προστατεύσουν τους πληθυσμούς τους.
Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της πανδημίας ήταν πολλαπλάσια μεγαλύτερο από τις εξοικονομήσεις και τα μέτρα λιτότητας στην υγεία, που εφαρμόστηκαν στα πλαίσια των νεοφιλελεύθερων συνταγών.
Για το λόγο αυτό επιβάλλεται η επαναδραστηριοποίηση του κράτους στον υγειονομικό τομέα, ώστε να μπορέσει στο μέλλον να προσφέρει το ύψιστο δημόσιο αγαθό, την υγεία.
Η άκρατη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μπορεί να συνέβαλε στην ανάπτυξη, κυρίως χωρών με χαμηλό κόστος εργασίας (π.χ. Κίνα), αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε ένα εύθραυστο και ευάλωτο σε κρίσεις παραγωγικό σύστημα, που δεν άντεξε στην πρόσφατη κρίση της πανδημίας.
Έτσι, καθίσταται αναγκαία η επανεγκατάσταση ζωτικών παραγωγικών δραστηριοτήτων σε εθνικό ή/και περιφερειακό επίπεδο, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής.
Η ψηφιοποίηση και η κλιματική μετάβαση δημιουργούν νέα δεδομένα.
Θα μετασχηματίσουν το παγκόσμιο παραγωγικό σύστημα.
Τέλος, όλες αυτές οι προκλήσεις θα οδηγήσουν στην αναθεώρηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που εφαρμόστηκαν με θρησκευτική ευλάβεια τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Όπως υποστηρίζουν οι O. Blanchard και L. Summers (βλ. παραπάνω), μια νέα «επανάσταση» στη μακροοικονομική ανάλυση, έχει ήδη δρομολογηθεί, προκειμένου ν’ αποφύγουμε στο μέλλον μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις.
O Παναγιώτης Ρουμελιώτης διετέλεσε υπουργός, εκπρόσωπος της Ελλάδος στο ΔΝΤ και κατείχε και θέσεις προέδρου σε τράπεζες και εταιρίες
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών