Μια νέα ροή σκανδάλων έχει εγείρει και πάλι ανησυχίες ότι οι ελεγκτικές εταιρείες δεν μπορούν να λειτουργούν και ως σύμβουλοι
Η κατάρρευση της Enron το 2001 και ο θάνατος του ελεγκτή της Arthur Andersen μείωσαν τις «Big Five» λογιστικές εταιρείες σε «Big Four», ενώ ανάγκασαν τις περισσότερες από αυτές να σταματήσουν να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες, αφού προφανέστατα υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων.
Στα 20 χρόνια που ακολούθησαν, με την κολοσσιαία απάτη της Enron να σβήνει προϊόντος του χρόνου, οι Big Four «έχτισαν» ξανά τμήματα παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, παρέχοντας συμβουλές για τα πάντα:
Από την αφερεγγυότητα μέχρι την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο.
Ωστόσο, μια νέα ροή σκανδάλων έχει εγείρει και πάλι ανησυχίες ότι οι ελεγκτικές εταιρείες δεν μπορούν να λειτουργούν και ως σύμβουλοι.
Έτσι, η Deloitte, η EY, η KPMG και η PwC προσπάθησαν να χαλιναγωγήσουν τις διασταυρούμενες πωλήσεις τους, που απέφεραν το 2020 συνολικά έσοδα 157 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μικρότερες επιχειρήσεις παροχής συμβουλών, που υποστηρίζονται από ιδιωτικά κεφάλαια, έχουν αρχίσει να υποβάλλουν προσφορές για τα πιο προσοδοφόρα τμήματα των Big Four.
«Δεν τους κλέβουμε το μεσημεριανό τους, αλλά το φαγητό στο ντουλάπι τους» είπε ο Richard Fleming, επικεφαλής αναδιαρθρώσεων στην Alvarez & Marsal, μια ιδιωτική εταιρεία που έχει προσλάβει περισσότερους από 50 συμβούλους από τους Big Four στην Ευρώπη από το 2017 και εξής.
Από τη μεριά τους, οι Big Four είναι αποφασισμένες να υπερασπιστούν την περιοχή τους…
Ακριβώς επειδή δεχόμαστες επιδρομές «δεν σημαίνει ότι το διεπιστημονικό μοντέλο έχει πεθάνει», δήλωσε ο Jon Holt, διευθύνων σύμβουλος της KPMG στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Μια εταιρεία Big Four με αδιευκρίνιστους εταίρους αντιμετωπίζει μια επιλογή παρόμοια με μια ποδοσφαιρική ομάδα που διαπραγματεύεται με έναν παίκτη:
να κανονίσει μια γρήγορη πώληση για να συγκεντρώσει μετρητά και να αναδιαρθρωθεί ή να παραμείνει σταθερή και να διατρέχει τον κίνδυνο να διαλυθεί η ομάδα της.
Σε κάθε περίπτωση, οι μικρότεροι «παίκτες» έχουν αντιληφθεί ότι μπορούν να ανατρέψουν την κατάσταση.
Τόσο η Deloitte όσο και η KPMG πιέζονται να πουλήσουν τα τμήματα αναδιάρθρωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο σε συμφωνίες που υποστηρίζονται από τα CVC Capital Partners και HIG Capital, αντίστοιχα.
Private equity
«Μας ενδιαφέρουν τα πάντα εκτός από το κομμάτι του ελέγχου», δηλώνει στέλεχος από τον χώρο του private equity με έδρα τις ΗΠΑ, που έχει εργαστεί σε πολλές συμφωνίες παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών.
Οι συναλλαγές έχουν γίνει πυκνές και γρήγορες.
Η πώληση, αντί 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκ μέρους της PwC, του τμήματος κινητικότητας και μετανάστευσης, στον όμιλο Clayton, Dubilier & Rice ήταν μακράν η μεγαλύτερη συμφωνία των Big Four τα τελευταία χρόνια.
Ο όμιλος πούλησε επίσης μια επιχείρηση fintech στο Ηνωμένο Βασίλειο και μέρη των συμβουλευτικών τμημάτων του στις ΗΠΑ και την Ιταλία σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια.
Το 2020 η KPMG «ξεφορτώθηκε» ένα συνταξιοδοτικό ταμείο 500 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε μια συμφωνία 200 εκατομμυρίων λιρών.
Ανεξάρτητες εταιρείες με έδρα στις ΗΠΑ, όπως η Alvarez & Marsal, η AlixPartners και η FTI Consulting έχουν αρπάξει στελέχη των Big Four για να ενισχύσουν την παγκόσμια επέκτασή τους.
Μόχλευση
Η επιτυχία ορισμένων πρώιμων εξαγορών πυροδότησε το ενδιαφέρον των private equity για τον χώρο των ελεγκτικών εταιρειών.
Η CVC τετραπλασίασε τα κεφάλαιά της προς την AlixPartners μεταξύ 2012 και 2016.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των συμφωνιών που αφορούν private equity groups αυξάνεται σταθερά από το 2013, σύμφωνα με ανάλυση της Source Global Research.
Μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξαν περισσότερες από 400 συμφωνίες το 2020, αριθμός που θα μπορούσε να αυξηθεί με βάση τις τρέχουσες τάσεις.
Σημειώνεται πως οι αγοραστές αποφεύγουν τις επιχειρήσεις συμβουλευτικών υπηρεσιών, εν μέρει επειδή οι τράπεζες είναι επιφυλακτικές ως προς το να δανείζουν εταιρείες των οποίων τα κύρια περιουσιακά στοιχεία είναι άνθρωποι και όχι εργοστάσια ή μηχανήματα.
Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, δεν έχουν πρόβλημα να δανείζουν funds και με αυξανόμενα ποσά μόχλευσης.
«Μια ομάδα συμβούλων που μπορεί να χρεώσει το 75% του χρόνου του προσωπικού της στους πελάτες μπορεί να βγάλει πολλά χρήματα, αλλά εάν αυτό το ποσοστό χρησιμοποίησης πέσει έστω και μερικές ποσοστιαίες μονάδες έξω οι απώλειες μπορεί να αυξηθούν γρήγορα» δήλωσε η Fiona Czerniawska, διευθύνουσα σύμβουλος της Source Global Research.
Σε κάθε περίπτωση, πλέον, οι «τέσσερις μεγάλοι» είναι πλέον το θήραμα…
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών