Σύμφωνα με το Χρηματιστήριο του Λονδίνου, 88 εταιρείες έχουν διαγραφεί ή έχουν μεταφέρει την κύρια καταχώρισή τους από την κύρια αγορά του Λονδίνου το 2024
Τη χειρότερη χρονιά του, με τις περισσότερες εξόδους μετά την κρίση του 2008, κατέγραψε το Χρηματιστήριο του Λονδίνου.
Παράλληλα, η ανησυχία πως ακόμα περισσότερες εταιρείες του FTSE 100 θα εγκαταλείψουν το Ηνωμένο Βασίλειο με προορισμό τη Νέα Υόρκη αυξάνεται.
Σύμφωνα με το Χρηματιστήριο του Λονδίνου, 88 εταιρείες έχουν διαγραφεί ή έχουν μεταφέρει την κύρια καταχώρισή τους από την κύρια αγορά του Λονδίνου φέτος, με μόλις 18 να τις αντικαθιστούν. Αυτό σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη καθαρή εκροή εταιρειών από την κύρια αγορά από το 2009, ενώ ο αριθμός των νέων καταχωρίσεων είναι επίσης καθοδικός, με αποτέλεσμα να είναι ο χαμηλότερος εδώ και 15 χρόνια, καθώς οι αρχικές δημόσιες εγγραφές (IPOs) παραμένουν είδος υπό εξαφάνιση.
Η έξοδος συνεχίζεται παρά τις προσπάθειες της βρετανικής κυβέρνησης, των ρυθμιστικών αρχών και του LSE να ενισχύσουν την ελκυστικότητα της πόλης, με μεταρρύθμιση των κανονισμών της αγοράς και του εγχώριου συστήματος συντάξεων.
Η Ashtead, η εταιρεία ενοικίασης εξοπλισμού με κεφαλαιοποίηση 23 δισ. λιρών, έγινε αυτόν τον μήνα η τελευταία μεγάλη επιχείρηση που μετακόμισε στη Νέα Υόρκη.
Είχαν προηγηθεί έξι εταιρείες του FTSE 100 από το 2020.
Συμπεριλαμβανομένης της Ashtead, αυτές οι εταιρείες είχαν συνολική κεφαλαιοποίηση κοντά στα 280 δισ. λίρες την Παρασκευή — περίπου το 14% της τρέχουσας συνολικής αξίας του FTSE 100. Στους αποχωρήσαντες περιλαμβάνονται ο κολοσσός τυχερών παιχνιδιών Flutter, αξίας 39 δισ. λιρών, που κατέχει την Paddy Power, και ο κατασκευαστικός όμιλος CRH, αξίας 55 δισ. λιρών. Και οι δύο μετέφεραν την κύρια καταχώρισή τους στη Νέα Υόρκη τους τελευταίους 18 μήνες.
Μια σειρά εξαγορών από επενδυτές ιδιωτικών κεφαλαίων έχει επίσης αποστραγγίσει το χρηματιστήριο του Λονδίνου. Η εταιρεία κυβερνοασφάλειας Darktrace και η επενδυτική πλατφόρμα Hargreaves Lansdown είναι μεταξύ αυτών που συμφώνησαν να εξαγοραστούν φέτος. «Δεν μπορούμε να θεωρούμαστε ηγέτες στις χρηματοοικονομικές αγορές αν δεν έχουμε μια ακμάζουσα χρηματαγορά» δήλωσε ο Charles Hall, επικεφαλής έρευνας της χρηματιστηριακής Peel Hunt.
«Η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έχει κάποιο θεόσταλτο δικαίωμα που την καθιστά κυρίαρχη στις προτιμήσεις των επενδυτών, απαιτεί φροντίδα και υποστήριξη» πρόσθεσε ο Hall, επισημαίνοντας ότι «περισσότερες εταιρείες θα αποχωρήσουν» εκτός αν ληφθούν μέτρα. Οι παράγοντες που επικαλούνται οι εταιρείες για τη μετακόμισή τους στη Νέα Υόρκη είναι μια βαθύτερη δεξαμενή επενδυτών και η προοπτική περισσότερης ρευστότητας.
Για ορισμένες εταιρείες, η μετακίνηση στη Νέα Υόρκη αντικατοπτρίζει την ανάπτυξη των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στη Βόρεια Αμερική. Η Ashtead πραγματοποιεί το 98% των λειτουργικών της κερδών στις ΗΠΑ, ενώ η εταιρεία Ferguson, που μετακινήθηκε το 2022, αντλεί το 99%.
Εννέα εταιρείες του FTSE 100 αντλούν περισσότερα από τα μισά έσοδά τους από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με την Bank of America, περιλαμβανομένων της εταιρείας δεδομένων Experian και της εκπαιδευτικής εταιρείας Pearson.
Ανάλυση από τους Financial Times πέρυσι ανέδειξε το Λονδίνο ως το ευρωπαϊκό χρηματιστήριο με τον μεγαλύτερο κίνδυνο αποχωρήσεων μεγάλων εταιρειών προς τις ΗΠΑ.
Η ανάλυση αξιολόγησε τις εταιρείες με βάση την έκπτωση στην αποτίμησή τους σε σχέση με μια ομάδα αμερικανικών εταιρειών, το ποσοστό των εσόδων τους που προέρχονται από τις ΗΠΑ και το ποσοστό των Βορειοαμερικανών επενδυτών στο μητρώο τους.
Στις 18 μεγάλες εταιρείες του Λονδίνου που αναγνωρίστηκαν ως «προς αποχώρηση» περιλαμβάνονται οι Rio Tinto και British American Tobacco. Οι δύο εταιρείες έχουν πιεστεί από τους επενδυτές να μεταφέρουν την κύρια καταχώρισή τους στην Αυστραλία και τις ΗΠΑ, αντίστοιχα.
«Περισσότερες εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου σκέφτονται να μεταφερθούν στις ΗΠΑ, και το χάσμα στην αποτίμηση του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με τις ΗΠΑ έχει μεγαλώσει», ανέφερε η Goldman Sachs σε ενημερωτικό σημείωμα την περασμένη Παρασκευή.
Ο δείκτης FTSE 100, που προσανατολίζεται σε τομείς της «παλαιάς οικονομίας» όπως η ενέργεια και η εξόρυξη, έχει κερδίσει σχεδόν 8% φέτος. Ο αμερικανικός δείκτης S&P 500 — που φιλοξενεί μετοχές υψηλής ανάπτυξης όπως οι επτά μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες (Magnificent Seven) — έχει αποδώσει περίπου 27% την ίδια περίοδο.
Ο γαλλικός πάροχος συνδρομητικής τηλεόρασης Canal+ θα μπορούσε να αποτιμάται πάνω από 6 δισ. ευρώ αφού κάνει listing στο Λονδίνο τη Δευτέρα, στο πλαίσιο της διάσπασής του από τον όμιλο μέσων ενημέρωσης Vivendi, σύμφωνα με αναλυτές και ανθρώπους κοντά στη διαδικασία. Αυτή η αποτίμηση θα το καθιστούσε τη μεγαλύτερη κύρια καταχώριση στο Λονδίνο από την Haleon, που αποσχίστηκε από την GSK το 2022.
Ωστόσο, ένας ανώτερος τραπεζίτης στο Λονδίνο δήλωσε ότι αναμένει περισσότερες εταιρείες να μεταφερθούν στις ΗΠΑ το επόμενο έτος, ιδιαίτερα μεταξύ των ταχέως αναπτυσσόμενων επιχειρήσεων.
Αναζητούν υψηλότερες αποτιμήσεις
Η Sharon Bell, αναλύτρια ευρωπαϊκών μετοχών στην Goldman Sachs, δήλωσε ότι πολλές επιχειρήσεις που αναζητούν υψηλότερες αποτιμήσεις αναγκάζονται να απομακρυνθούν από το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από εγχώριους επενδυτές.
«Είναι πολύ λυπηρό», δήλωσε ένας διευθύνων σύμβουλος του FTSE 100 μετά την ανακοίνωση της Ashtead.
Η ρητορική του Donald Trump θα μπορούσε επίσης να επιταχύνει τα σχέδια αποχώρησης των εταιρειών από το Λονδίνο, πρόσθεσε ο διευθύνων σύμβουλος.
Πολλοί σύμβουλοι και διευθυντικά στελέχη λένε ιδιωτικά ότι οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις — συμπεριλαμβανομένων των προγραμματισμένων αλλαγών στο συνταξιοδοτικό σύστημα και της αναθεώρησης των κανόνων καταχώρησης στο Ηνωμένο Βασίλειο — δεν έχουν ακόμη αποδώσει καρπούς.
Ωστόσο, ο επικεφαλής της LSEG, David Schwimmer, δήλωσε πέρυσι ότι η ιδέα ότι μια καταχώριση στις ΗΠΑ προσφέρει υψηλότερη αποτίμηση ήταν «μύθος».
Οι σύμβουλοι της Σίτι ελπίζουν ότι η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου θα ενισχυθεί εάν η κινεζικής προέλευσης εταιρεία fast-fashion Shein προχωρήσει με την προγραμματισμένη IPO στο Λονδίνο.
«Οι εταιρείες θα πάρουν αποφάσεις που αφορούν το επιχειρηματικό τους μείγμα και την τοποθεσία τους», δήλωσε η LSEG σε ανακοίνωσή της. «Η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένει η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο».
Η Υπουργός Οικονομικών Rachel Reeves δήλωσε την Παρασκευή ότι το listing της Canal+ ήταν «μια ψήφος εμπιστοσύνης στις κεφαλαιαγορές του Ηνωμένου Βασιλείου, στη σταθερότητα που προσφέρουμε και στο σχέδιο για αλλαγή».
Ωστόσο, ένας εκτελεστικός διευθυντής του FTSE 250 δήλωσε ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα για να προσελκύσουν τους επενδυτές.
«Δεν νομίζω ότι είναι ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων της κυβέρνησης», δήλωσε ο εκτελεστικός διευθυντής, «ακόμη κι αν είναι κάτι που το αναφέρουν τακτικά».
www.bankingnews.gr
Παράλληλα, η ανησυχία πως ακόμα περισσότερες εταιρείες του FTSE 100 θα εγκαταλείψουν το Ηνωμένο Βασίλειο με προορισμό τη Νέα Υόρκη αυξάνεται.
Σύμφωνα με το Χρηματιστήριο του Λονδίνου, 88 εταιρείες έχουν διαγραφεί ή έχουν μεταφέρει την κύρια καταχώρισή τους από την κύρια αγορά του Λονδίνου φέτος, με μόλις 18 να τις αντικαθιστούν. Αυτό σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη καθαρή εκροή εταιρειών από την κύρια αγορά από το 2009, ενώ ο αριθμός των νέων καταχωρίσεων είναι επίσης καθοδικός, με αποτέλεσμα να είναι ο χαμηλότερος εδώ και 15 χρόνια, καθώς οι αρχικές δημόσιες εγγραφές (IPOs) παραμένουν είδος υπό εξαφάνιση.
Η έξοδος συνεχίζεται παρά τις προσπάθειες της βρετανικής κυβέρνησης, των ρυθμιστικών αρχών και του LSE να ενισχύσουν την ελκυστικότητα της πόλης, με μεταρρύθμιση των κανονισμών της αγοράς και του εγχώριου συστήματος συντάξεων.
Η Ashtead, η εταιρεία ενοικίασης εξοπλισμού με κεφαλαιοποίηση 23 δισ. λιρών, έγινε αυτόν τον μήνα η τελευταία μεγάλη επιχείρηση που μετακόμισε στη Νέα Υόρκη.
Είχαν προηγηθεί έξι εταιρείες του FTSE 100 από το 2020.
Συμπεριλαμβανομένης της Ashtead, αυτές οι εταιρείες είχαν συνολική κεφαλαιοποίηση κοντά στα 280 δισ. λίρες την Παρασκευή — περίπου το 14% της τρέχουσας συνολικής αξίας του FTSE 100. Στους αποχωρήσαντες περιλαμβάνονται ο κολοσσός τυχερών παιχνιδιών Flutter, αξίας 39 δισ. λιρών, που κατέχει την Paddy Power, και ο κατασκευαστικός όμιλος CRH, αξίας 55 δισ. λιρών. Και οι δύο μετέφεραν την κύρια καταχώρισή τους στη Νέα Υόρκη τους τελευταίους 18 μήνες.
Μια σειρά εξαγορών από επενδυτές ιδιωτικών κεφαλαίων έχει επίσης αποστραγγίσει το χρηματιστήριο του Λονδίνου. Η εταιρεία κυβερνοασφάλειας Darktrace και η επενδυτική πλατφόρμα Hargreaves Lansdown είναι μεταξύ αυτών που συμφώνησαν να εξαγοραστούν φέτος. «Δεν μπορούμε να θεωρούμαστε ηγέτες στις χρηματοοικονομικές αγορές αν δεν έχουμε μια ακμάζουσα χρηματαγορά» δήλωσε ο Charles Hall, επικεφαλής έρευνας της χρηματιστηριακής Peel Hunt.
«Η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έχει κάποιο θεόσταλτο δικαίωμα που την καθιστά κυρίαρχη στις προτιμήσεις των επενδυτών, απαιτεί φροντίδα και υποστήριξη» πρόσθεσε ο Hall, επισημαίνοντας ότι «περισσότερες εταιρείες θα αποχωρήσουν» εκτός αν ληφθούν μέτρα. Οι παράγοντες που επικαλούνται οι εταιρείες για τη μετακόμισή τους στη Νέα Υόρκη είναι μια βαθύτερη δεξαμενή επενδυτών και η προοπτική περισσότερης ρευστότητας.
Για ορισμένες εταιρείες, η μετακίνηση στη Νέα Υόρκη αντικατοπτρίζει την ανάπτυξη των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στη Βόρεια Αμερική. Η Ashtead πραγματοποιεί το 98% των λειτουργικών της κερδών στις ΗΠΑ, ενώ η εταιρεία Ferguson, που μετακινήθηκε το 2022, αντλεί το 99%.
Εννέα εταιρείες του FTSE 100 αντλούν περισσότερα από τα μισά έσοδά τους από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με την Bank of America, περιλαμβανομένων της εταιρείας δεδομένων Experian και της εκπαιδευτικής εταιρείας Pearson.
Ανάλυση από τους Financial Times πέρυσι ανέδειξε το Λονδίνο ως το ευρωπαϊκό χρηματιστήριο με τον μεγαλύτερο κίνδυνο αποχωρήσεων μεγάλων εταιρειών προς τις ΗΠΑ.
Η ανάλυση αξιολόγησε τις εταιρείες με βάση την έκπτωση στην αποτίμησή τους σε σχέση με μια ομάδα αμερικανικών εταιρειών, το ποσοστό των εσόδων τους που προέρχονται από τις ΗΠΑ και το ποσοστό των Βορειοαμερικανών επενδυτών στο μητρώο τους.
Στις 18 μεγάλες εταιρείες του Λονδίνου που αναγνωρίστηκαν ως «προς αποχώρηση» περιλαμβάνονται οι Rio Tinto και British American Tobacco. Οι δύο εταιρείες έχουν πιεστεί από τους επενδυτές να μεταφέρουν την κύρια καταχώρισή τους στην Αυστραλία και τις ΗΠΑ, αντίστοιχα.
«Περισσότερες εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου σκέφτονται να μεταφερθούν στις ΗΠΑ, και το χάσμα στην αποτίμηση του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με τις ΗΠΑ έχει μεγαλώσει», ανέφερε η Goldman Sachs σε ενημερωτικό σημείωμα την περασμένη Παρασκευή.
Ο δείκτης FTSE 100, που προσανατολίζεται σε τομείς της «παλαιάς οικονομίας» όπως η ενέργεια και η εξόρυξη, έχει κερδίσει σχεδόν 8% φέτος. Ο αμερικανικός δείκτης S&P 500 — που φιλοξενεί μετοχές υψηλής ανάπτυξης όπως οι επτά μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες (Magnificent Seven) — έχει αποδώσει περίπου 27% την ίδια περίοδο.
Ο γαλλικός πάροχος συνδρομητικής τηλεόρασης Canal+ θα μπορούσε να αποτιμάται πάνω από 6 δισ. ευρώ αφού κάνει listing στο Λονδίνο τη Δευτέρα, στο πλαίσιο της διάσπασής του από τον όμιλο μέσων ενημέρωσης Vivendi, σύμφωνα με αναλυτές και ανθρώπους κοντά στη διαδικασία. Αυτή η αποτίμηση θα το καθιστούσε τη μεγαλύτερη κύρια καταχώριση στο Λονδίνο από την Haleon, που αποσχίστηκε από την GSK το 2022.
Ωστόσο, ένας ανώτερος τραπεζίτης στο Λονδίνο δήλωσε ότι αναμένει περισσότερες εταιρείες να μεταφερθούν στις ΗΠΑ το επόμενο έτος, ιδιαίτερα μεταξύ των ταχέως αναπτυσσόμενων επιχειρήσεων.
Αναζητούν υψηλότερες αποτιμήσεις
Η Sharon Bell, αναλύτρια ευρωπαϊκών μετοχών στην Goldman Sachs, δήλωσε ότι πολλές επιχειρήσεις που αναζητούν υψηλότερες αποτιμήσεις αναγκάζονται να απομακρυνθούν από το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από εγχώριους επενδυτές.
«Είναι πολύ λυπηρό», δήλωσε ένας διευθύνων σύμβουλος του FTSE 100 μετά την ανακοίνωση της Ashtead.
Η ρητορική του Donald Trump θα μπορούσε επίσης να επιταχύνει τα σχέδια αποχώρησης των εταιρειών από το Λονδίνο, πρόσθεσε ο διευθύνων σύμβουλος.
Πολλοί σύμβουλοι και διευθυντικά στελέχη λένε ιδιωτικά ότι οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις — συμπεριλαμβανομένων των προγραμματισμένων αλλαγών στο συνταξιοδοτικό σύστημα και της αναθεώρησης των κανόνων καταχώρησης στο Ηνωμένο Βασίλειο — δεν έχουν ακόμη αποδώσει καρπούς.
Ωστόσο, ο επικεφαλής της LSEG, David Schwimmer, δήλωσε πέρυσι ότι η ιδέα ότι μια καταχώριση στις ΗΠΑ προσφέρει υψηλότερη αποτίμηση ήταν «μύθος».
Οι σύμβουλοι της Σίτι ελπίζουν ότι η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου θα ενισχυθεί εάν η κινεζικής προέλευσης εταιρεία fast-fashion Shein προχωρήσει με την προγραμματισμένη IPO στο Λονδίνο.
«Οι εταιρείες θα πάρουν αποφάσεις που αφορούν το επιχειρηματικό τους μείγμα και την τοποθεσία τους», δήλωσε η LSEG σε ανακοίνωσή της. «Η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένει η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο».
Η Υπουργός Οικονομικών Rachel Reeves δήλωσε την Παρασκευή ότι το listing της Canal+ ήταν «μια ψήφος εμπιστοσύνης στις κεφαλαιαγορές του Ηνωμένου Βασιλείου, στη σταθερότητα που προσφέρουμε και στο σχέδιο για αλλαγή».
Ωστόσο, ένας εκτελεστικός διευθυντής του FTSE 250 δήλωσε ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα για να προσελκύσουν τους επενδυτές.
«Δεν νομίζω ότι είναι ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων της κυβέρνησης», δήλωσε ο εκτελεστικός διευθυντής, «ακόμη κι αν είναι κάτι που το αναφέρουν τακτικά».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών