
Εγκληματικά λάθη απέναντι σε Ρωσία και μετανάστες - Τραγικές οι ευθύνες της Merkel
Αξιοσημείωτη πτώση για την προπορευόμενη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και άνοδο για την ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) δείχνει το τελευταίο πριν από τις εκλογές "Πολιτικό Βαρόμετρο" του Ινστιτούτου Wahlen, για λογαριασμό του δεύτερου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF. Υψηλό παραμένει το ποσοστό των αναποφάσιστων.
Οι CDU/CSU καταγράφουν απώλειες, αλλά διατηρούν το σαφές προβάδισμά τους με ποσοστό 28% (-2), ενώ η AfD παραμένει δεύτερη και ενισχύεται, φθάνοντας στο 21% (+1).
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ακολουθεί με 16% και χωρίς μεταβολή των ποσοστών του, όπως και οι Πράσινοι με 14%.
Η Αριστερά εξακολουθεί να αυξάνει τις δυνάμεις της και φθάνει στο 8% (+1), ενώ Φιλελεύθεροι (FDP) και Συμμαχία Sarah Wagenknecht (BSW) ενισχύονται κατά μισή μονάδα, αλλά παραμένουν κάτω από το όριο του 5%, με 4,5%.
Οι αναποφάσιστοι, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές, ανέρχονται σε 27%.
Παρόμοια ήταν η εικόνα και πριν από τις εκλογές του 2021, ωστόσο τότε η διαφορά μεταξύ πρώτου (SPD) και δεύτερου κόμματος (CDU/CSU) ήταν οριακή.
Με τα δεδομένα της δημοσκόπησης, ο μόνος πολιτικά ρεαλιστικός συνασπισμός θα ήταν εφικτός μεταξύ της Ένωσης και του SPD, με οριακή ωστόσο πλειοψηφία.
Καθοριστικής σημασίας θα είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα κατορθώσουν τελικά να βρεθούν στην επόμενη βουλή, καθώς όσο περισσότερα είναι, τόσο περιορίζεται η πιθανότητα να αρκούν δύο κόμματα για τον σχηματισμό βιώσιμου κυβερνητικού συνασπισμού.
Στην ερώτηση για την απευθείας επιλογή καγκελάριου, ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματoς (CDU) Friedrich Merz συγκεντρώνει το 32% της προτίμησης (-1), ο υποψήφιος των Πρασίνων Robert Habeck το 21% (-3), ο καγκελάριος Olaf Scholz (SPD) το 18% (+1) και η υποψήφια της AfD Alice Weidel το 14% χωρίς μεταβολή στα ποσοστά της.
Επιπλέον, το 57% θεωρεί ότι ο Olaf Scholz δεν κάνει καλά την δουλειά του, ενώ αντίθετη άποψη εκφράζει το 39%.

Γερμανική οικονομία… kaput
Πριν από μία δεκαετία, η Γερμανία ήταν κράτος - πρότυπο. Η οικονομία της δεν είχε απλώς αντέξει την άνοδο της Κίνας• ευημερούσε στον απόηχό της.
Τα ισοσκελισμένα δημόσια οικονομικά της ξεχώριζαν σε έναν κόσμο με τεράστια κρατικά χρέη.
Και ενώ οι Βρετανοί και Αμερικανοί νομοθέτες ήταν παγιδευμένοι στους πολιτιστικούς πολέμους, οι Γερμανοί πολιτικοί συνέχιζαν να ασκούν την τέχνη του συμβιβασμού.
Σήμερα, η Γερμανία έχει μεταλλαχθεί από πρότυπο σε παρία. Το οικονομικό της μοντέλο έχει καταρρεύσει, η αυτοπεποίθησή της έχει συντριβεί και το πολιτικό της τοπίο είναι κατακερματισμένο.
Η άλλοτε ατμομηχανή της Ευρώπης έχει συρρικνωθεί για δύο συνεχόμενα χρόνια, διαγράφοντας κάθε ανάκαμψη που είχε σημειωθεί από την πανδημία του Covid-19 και έπειτα.
Tην ίδια περίοδο η βιομηχανική παραγωγή της έχει μειωθεί περίπου κατά 10% και οι επιχειρήσεις της, πιεσμένες μεταξύ αυξανόμενου κόστους και μειωμένων εξαγωγών, απολύουν χιλιάδες εργαζομένους κάθε μήνα.
Όταν οι ψηφοφόροι κληθούν να εκλέξουν κοινοβούλιο την ερχόμενη Κυριακή, η ακροδεξιά είναι πιθανό να διπλασιάσει τις έδρες της, και το κατακερματισμένο κέντρο μπορεί να δυσκολευτεί να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση.
Για αυτήν τη δυσφορία υπάρχουν εξωτερικές αιτίες: από τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι τον προστατευτισμό των ΗΠΑ και την οικονομική επιβράδυνση της Κίνας.
Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές, οικονομολόγοι και ιστορικοί πιστεύουν ότι το Βερολίνο διαχειρίστηκε λανθασμένα την αντίδρασή του.
Ο λόγος: ο συντηρητισμός -όχι με την έννοια της πολιτικής ιδεολογίας, αλλά ως προτίμηση στο status quo-, η αντίδραση αντί για δράση και η προσοχή αντί για ρίσκο.
Αυτό είναι εν μέρει το τίμημα της επιτυχίας. Όσο η οικονομία της Γερμανίας αναπτυσσόταν, ξεπερνώντας την οικονομική κρίση και την κρίση χρέους της ευρωζώνης, δεν υπήρχε πίεση για αλλαγή πορείας, δήλωσε ο ιστορικός Timothy Garton Ash, συγγραφέας του «Homelands», που ιστορεί όσα συνέβησαν τα τελευταία 50 χρόνια στη Γηραιά Ήπειρο.
«Η Γερμανία ξύπνησε τελευταία επειδή τα πήγαινε καλύτερα», είπε.
«Αυτό αποτελεί κριτική προς τις πολιτικές, επιχειρηματικές και, σε κάποιο βαθμό, διανοητικές ελίτ, επειδή θα έπρεπε να είναι ο ρόλος τους να κοιτάξουν μπροστά και να δουν τις επερχόμενες προκλήσεις».
Eνεργειακή κρίση
Η Γερμανία υπήρξε πρωτοπόρος στη μείωση των εκπομπών CO2.
Εφάρμοσε τον πρώτο φιλόδοξο νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πριν από 25 χρόνια και στοχεύει να γίνει κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2045, νωρίτερα από τις περισσότερες άλλες χώρες.
Λιγότερο γνωστή είναι η περιορισμένη επιτυχία που είχε. Ενώ, σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 60% το 2023 σε σύγκριση με το επίπεδο του 1990, η απότομη αυτή πτώση οφείλεται στην ύφεση.
Σήμερα, οι εκπομπές CO2 ανά κάτοικο στη Γερμανία είναι υψηλότερες από τον παγκόσμιο και τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεγαλύτερες από αυτές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας και μόλις κάτω από αυτές της Κίνας, σύμφωνα με το Our World in Data.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία της ΕΕ, τα γερμανικά νοικοκυριά πλήρωσαν τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Ένας λόγος για αυτό το αντιφατικό αποτέλεσμα ήταν η απόφαση της Καγκελαρίου Angela Merkel το 2011, μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα, να επιταχύνει τον προγραμματισμένο τερματισμό της πυρηνικής ενέργειας.
Αυτό σήμαινε ότι η Γερμανία χρειαζόταν περισσότερα ορυκτά καύσιμα, του άνθρακα και του ρωσικού φυσικού αερίου συμπεριλαμβανομένων, καθώς αύξανε τη χρήση των ΑΠΕ.
Οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι προειδοποίησαν τη Γερμανία ότι εξαρτάται υπερβολικά από τη Ρωσία.
Ωστόσο, η Merkel δεν άλλαξε στάση το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία.
Ούτε και ο διάδοχός της, Olaf Schoz, όταν η Μόσχα εισέβαλε στην υπόλοιπη Ουκρανία και άρχισε να περιορίζει τις παραδόσεις φυσικού αερίου, αυξάνοντας τις τιμές και αναγκάζοντας το Βερολίνο να επανεκκινήσει ανενεργές μονάδες που καίνε άνθρακα.
«Το πρόβλημα με τις κοινωνίες συναίνεσης είναι ότι όταν το consensus είναι λανθασμένο, δεν υπάρχει μηχανισμός διόρθωσης» δήλωσε ο Wolfgang Minchau, συγγραφέας του «Kaput - Το Τέλος του Γερμανικού Θαύματος», που κυκλοφόρησε στα τέλη του περασμένου έτους.
«Είναι το αντίθετο μιας κοινωνίας που βασίζεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers)».
Μετά από μια σύντομη παράταση κατά τους χειμερινούς μήνες, οι τρεις τελευταίοι πυρηνικοί σταθμοί της Γερμανίας έκλεισαν τον Απρίλιο του 2023, στη μέση μιας ενεργειακής κρίσης που είχε αρχίσει να βυθίζει τη γερμανική οικονομία.
Η αναποφασιστικότητα τροφοδοτεί τη μαζική μετανάστευση
Όταν η Merkel επέτρεψε την είσοδο σε εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες άσυλο από τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Αφρική που είχαν αποκλειστεί μεταξύ Ελλάδας και Ουγγαρίας το 2015, πολλοί Γερμανοί υποδέχθηκαν θετικά την κίνηση, συρρέοντας στους σταθμούς των τρένων για να καλωσορίσουν τις νέες αφίξεις.
Η μεγαλύτερη εισροή ανθρώπων στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας προέκυψε από μία μη απόφαση.
Όπως περιγράφει ο Robin Alexander, αναπληρωτής αρχισυντάκτης της εφημερίδας Die Welt, στο βιβλίο του «Die Getriebenen» (Οι Ωθούμενοι), τα γερμανικά σύνορα ήταν ήδη ανοιχτά λόγω των διατάξεων της ζώνης Σένγκεν.
Όταν πλησίασαν οι μετανάστες, η Merkel επέλεξε να μην τα κλείσει.
Γιατί; Επειδή υπήρχε ο κίνδυνος ότι ένα κλείσιμο θα μπορούσε να αμφισβητηθεί νομικά και ότι η συνοριοφυλακή θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει βία για την προστασία των συνόρων.
«Τα σύνορα έμειναν ανοιχτά, όχι επειδή η Merkel το αποφάσισε συνειδητά, ούτε κάποιος άλλος στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση», γράφει ο Alexander.
«Τη στιγμή της κρίσης, απλώς δεν υπήρχε κανείς πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη για το κλείσιμό τους».
Για τον Andreas Render, ιστορικό και επικεφαλής της Republik21, μιας συντηρητικής δεξαμενής σκέψης στο Βερολίνο, «Η Merkel ήταν πάντα πολύ καλή στην ανάλυση... γιατί αυτό δεν θα δουλέψει και γιατί το άλλο είναι αδύνατο, αλλά κακή στο να βρίσκει τρόπους για να κάνει τα πράγματα εφικτά.
Αυτή είναι μια γερμανική στάση, αλλά είναι και πολύ ευρωπαϊκή.
Οι Αμερικανοί είναι πολύ καλύτεροι στο να δοκιμάζουν πράγματα και να βλέπουν τι θα συμβεί».
Καθώς η κοινή γνώμη σταδιακά στρεφόταν εναντίον των μεταναστών, ενισχύοντας την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), οι κυβερνήσεις έκαναν αλλαγές στους μεταναστευτικούς νόμους — χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η χώρα κατέγραψε περισσότερες από 250.000 αιτήσεις ασύλου πέρυσι, λιγότερες από το 2023 αλλά περισσότερες από κάθε άλλη χρονιά από το 2016.
Σήμερα, οι μετανάστες είναι λιγότερο πιθανό να εργάζονται σε σχέση με τους Γερμανούς και πιο πιθανό να εμπλέκονται σε εγκληματικές ενέργειες.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δαπανά 30 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για παροχές σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο — ποσό που ξεπερνά το μισό του αμυντικού προϋπολογισμού της χώρας.
Για τον Render, η αδυναμία της Γερμανίας να αλλάξει πορεία όταν οι συνθήκες μεταβάλλονται, όπως φαίνεται τόσο στην ενεργειακή όσο και στη μεταναστευτική της πολιτική, αποκαλύπτει αυτό που αποκαλεί «στατική αντίληψη του κόσμου» που έχει ριζωθεί από την επανένωση.
Οι Γερμανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων μένουν πίσω
Πριν από μια δεκαετία, όταν η Tesla τραβούσε την προσοχή με τα ακριβά ηλεκτρικά της αυτοκίνητα, οι επικεφαλής της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας έκαναν δύο μοιραία λάθη: Υπέθεσαν ότι η τεχνογνωσία τους στην κατασκευή αυτοκινήτων θα μεταφερόταν εύκολα στην εποχή των ηλεκτρικών οχημάτων και ότι η Κίνα θα συνέχιζε να απορροφά ολοένα και περισσότερα βενζινοκίνητα Audi και Volkswagen.
Αργότερα ανακάλυψαν ότι η κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων εξαρτάται κυρίως από τις μπαταρίες και το λογισμικό, τομείς στους οποίους όσοι διέπρεπαν στην κατασκευή εμβόλων και βαλβίδων καυσίμου δεν ήταν απαραίτητα καλοί.
Μετά την Tesla, οι Κινέζοι κατασκευαστές αυτοκινήτων έχουν πλέον ξεπεράσει τους Γερμανούς ανταγωνιστές τους στην τεχνολογία ηλεκτρικών οχημάτων, μειώνοντας το μερίδιο αγοράς των τελευταίων.
«Αν κυριαρχείς στην αγορά για σχεδόν 40 χρόνια, ειδικά στην κατηγορία των πολυτελών οχημάτων... η προθυμία να επανεξετάσεις τα πάντα από την αρχή, όπως έκανε ο Elon Musk, δεν είναι υψηλή», δήλωσε ο Jurgen Peter, ανεξάρτητος αναλυτής της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Για τον Minzhau, αυτό αποκαλύπτει μια κεντρική αδυναμία της γερμανικής οικονομίας: Εξαρτώμενη από αναλογικές τεχνολογίες —μηχανολογία, χημικά— επιβίωσε χάρη σε μικρές προσαρμογές και στην τύχη — από τη διεύρυνση της ΕΕ έως την άνοδο της Κίνας, η οποία άνοιξε νέες αγορές και τοποθεσίες χαμηλού κόστους παραγωγής.
Αλλά αυτό το μοντέλο υστερεί πλέον. Το 2023, η Γερμανία κατέγραψε 133.000 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας, λιγότερες από τις μισές σε σχέση με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας.
Τα περισσότερα γερμανικά διπλώματα αφορούσαν μηχανικές και βιομηχανικές εφαρμογές, ενώ στις ΗΠΑ κυριαρχούσε η υπολογιστική τεχνολογία και στην Κίνα οι ψηφιακές επικοινωνίες.
«Ακόμη και σήμερα, η συζήτηση επικεντρώνεται στο πώς θα επανέλθει η παραγωγή στην κανονικότητα και στο πώς θα παραταθεί η ζωή του μοντέλου για άλλα 10 χρόνια», δήλωσε ο Minzhau.
«Ο κόσμος μιλάει για ανταγωνιστικότητα, ενώ στις ΗΠΑ μιλούν για ανάπτυξη».
Αλλάζοντας πορεία
Η Γερμανία δεν ήταν πάντα διστακτική απέναντι στον κίνδυνο και αλλεργική στην αλλαγή.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα ενίσχυσαν τη χώρα και μέχρι τη δεκαετία του 1950, η οικονομία της είχε ξεπεράσει αυτή της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι Γερμανοί ηγέτες στο παρελθόν είχαν αντιληφθεί τις ευκαιρίες και είχαν αναλάβει ρίσκα.
Ο Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ προώθησε την επανένωση παρά τις επιφυλάξεις του Παρισιού και του Λονδίνου.
Αντιμέτωπος με ρεκόρ ανεργίας, ο Καγκελάριος Gerhard Schroeder εφάρμοσε αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο κράτος πρόνοιας, οι οποίες έβαλαν την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης για 20 χρόνια.
Σήμερα, «η συσσώρευση πολλών ειδικών συμφερόντων, σαν στρείδια στο κύτος ενός πλοίου, έχει μετατοπίσει την ισορροπία υπέρ της αδράνειας», δήλωσε ο Garton As. «Αλλά πάρα πολλά εξαρτώνται από τις προσωπικές ηγετικές ικανότητες του καγκελάριου. Και ποτέ δεν ξέρεις μέχρι να αναλάβει τη θέση».
www.bankingnews.gr
Οι CDU/CSU καταγράφουν απώλειες, αλλά διατηρούν το σαφές προβάδισμά τους με ποσοστό 28% (-2), ενώ η AfD παραμένει δεύτερη και ενισχύεται, φθάνοντας στο 21% (+1).
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ακολουθεί με 16% και χωρίς μεταβολή των ποσοστών του, όπως και οι Πράσινοι με 14%.
Η Αριστερά εξακολουθεί να αυξάνει τις δυνάμεις της και φθάνει στο 8% (+1), ενώ Φιλελεύθεροι (FDP) και Συμμαχία Sarah Wagenknecht (BSW) ενισχύονται κατά μισή μονάδα, αλλά παραμένουν κάτω από το όριο του 5%, με 4,5%.
Οι αναποφάσιστοι, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές, ανέρχονται σε 27%.
Παρόμοια ήταν η εικόνα και πριν από τις εκλογές του 2021, ωστόσο τότε η διαφορά μεταξύ πρώτου (SPD) και δεύτερου κόμματος (CDU/CSU) ήταν οριακή.
Με τα δεδομένα της δημοσκόπησης, ο μόνος πολιτικά ρεαλιστικός συνασπισμός θα ήταν εφικτός μεταξύ της Ένωσης και του SPD, με οριακή ωστόσο πλειοψηφία.
Καθοριστικής σημασίας θα είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα κατορθώσουν τελικά να βρεθούν στην επόμενη βουλή, καθώς όσο περισσότερα είναι, τόσο περιορίζεται η πιθανότητα να αρκούν δύο κόμματα για τον σχηματισμό βιώσιμου κυβερνητικού συνασπισμού.
Στην ερώτηση για την απευθείας επιλογή καγκελάριου, ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματoς (CDU) Friedrich Merz συγκεντρώνει το 32% της προτίμησης (-1), ο υποψήφιος των Πρασίνων Robert Habeck το 21% (-3), ο καγκελάριος Olaf Scholz (SPD) το 18% (+1) και η υποψήφια της AfD Alice Weidel το 14% χωρίς μεταβολή στα ποσοστά της.
Επιπλέον, το 57% θεωρεί ότι ο Olaf Scholz δεν κάνει καλά την δουλειά του, ενώ αντίθετη άποψη εκφράζει το 39%.

Γερμανική οικονομία… kaput
Πριν από μία δεκαετία, η Γερμανία ήταν κράτος - πρότυπο. Η οικονομία της δεν είχε απλώς αντέξει την άνοδο της Κίνας• ευημερούσε στον απόηχό της.
Τα ισοσκελισμένα δημόσια οικονομικά της ξεχώριζαν σε έναν κόσμο με τεράστια κρατικά χρέη.
Και ενώ οι Βρετανοί και Αμερικανοί νομοθέτες ήταν παγιδευμένοι στους πολιτιστικούς πολέμους, οι Γερμανοί πολιτικοί συνέχιζαν να ασκούν την τέχνη του συμβιβασμού.
Σήμερα, η Γερμανία έχει μεταλλαχθεί από πρότυπο σε παρία. Το οικονομικό της μοντέλο έχει καταρρεύσει, η αυτοπεποίθησή της έχει συντριβεί και το πολιτικό της τοπίο είναι κατακερματισμένο.
Η άλλοτε ατμομηχανή της Ευρώπης έχει συρρικνωθεί για δύο συνεχόμενα χρόνια, διαγράφοντας κάθε ανάκαμψη που είχε σημειωθεί από την πανδημία του Covid-19 και έπειτα.
Tην ίδια περίοδο η βιομηχανική παραγωγή της έχει μειωθεί περίπου κατά 10% και οι επιχειρήσεις της, πιεσμένες μεταξύ αυξανόμενου κόστους και μειωμένων εξαγωγών, απολύουν χιλιάδες εργαζομένους κάθε μήνα.
Όταν οι ψηφοφόροι κληθούν να εκλέξουν κοινοβούλιο την ερχόμενη Κυριακή, η ακροδεξιά είναι πιθανό να διπλασιάσει τις έδρες της, και το κατακερματισμένο κέντρο μπορεί να δυσκολευτεί να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση.
Για αυτήν τη δυσφορία υπάρχουν εξωτερικές αιτίες: από τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι τον προστατευτισμό των ΗΠΑ και την οικονομική επιβράδυνση της Κίνας.
Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές, οικονομολόγοι και ιστορικοί πιστεύουν ότι το Βερολίνο διαχειρίστηκε λανθασμένα την αντίδρασή του.
Ο λόγος: ο συντηρητισμός -όχι με την έννοια της πολιτικής ιδεολογίας, αλλά ως προτίμηση στο status quo-, η αντίδραση αντί για δράση και η προσοχή αντί για ρίσκο.
Αυτό είναι εν μέρει το τίμημα της επιτυχίας. Όσο η οικονομία της Γερμανίας αναπτυσσόταν, ξεπερνώντας την οικονομική κρίση και την κρίση χρέους της ευρωζώνης, δεν υπήρχε πίεση για αλλαγή πορείας, δήλωσε ο ιστορικός Timothy Garton Ash, συγγραφέας του «Homelands», που ιστορεί όσα συνέβησαν τα τελευταία 50 χρόνια στη Γηραιά Ήπειρο.
«Η Γερμανία ξύπνησε τελευταία επειδή τα πήγαινε καλύτερα», είπε.
«Αυτό αποτελεί κριτική προς τις πολιτικές, επιχειρηματικές και, σε κάποιο βαθμό, διανοητικές ελίτ, επειδή θα έπρεπε να είναι ο ρόλος τους να κοιτάξουν μπροστά και να δουν τις επερχόμενες προκλήσεις».
Eνεργειακή κρίση
Η Γερμανία υπήρξε πρωτοπόρος στη μείωση των εκπομπών CO2.
Εφάρμοσε τον πρώτο φιλόδοξο νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πριν από 25 χρόνια και στοχεύει να γίνει κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2045, νωρίτερα από τις περισσότερες άλλες χώρες.
Λιγότερο γνωστή είναι η περιορισμένη επιτυχία που είχε. Ενώ, σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 60% το 2023 σε σύγκριση με το επίπεδο του 1990, η απότομη αυτή πτώση οφείλεται στην ύφεση.
Σήμερα, οι εκπομπές CO2 ανά κάτοικο στη Γερμανία είναι υψηλότερες από τον παγκόσμιο και τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεγαλύτερες από αυτές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας και μόλις κάτω από αυτές της Κίνας, σύμφωνα με το Our World in Data.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία της ΕΕ, τα γερμανικά νοικοκυριά πλήρωσαν τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Ένας λόγος για αυτό το αντιφατικό αποτέλεσμα ήταν η απόφαση της Καγκελαρίου Angela Merkel το 2011, μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα, να επιταχύνει τον προγραμματισμένο τερματισμό της πυρηνικής ενέργειας.
Αυτό σήμαινε ότι η Γερμανία χρειαζόταν περισσότερα ορυκτά καύσιμα, του άνθρακα και του ρωσικού φυσικού αερίου συμπεριλαμβανομένων, καθώς αύξανε τη χρήση των ΑΠΕ.
Οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι προειδοποίησαν τη Γερμανία ότι εξαρτάται υπερβολικά από τη Ρωσία.
Ωστόσο, η Merkel δεν άλλαξε στάση το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία.
Ούτε και ο διάδοχός της, Olaf Schoz, όταν η Μόσχα εισέβαλε στην υπόλοιπη Ουκρανία και άρχισε να περιορίζει τις παραδόσεις φυσικού αερίου, αυξάνοντας τις τιμές και αναγκάζοντας το Βερολίνο να επανεκκινήσει ανενεργές μονάδες που καίνε άνθρακα.
«Το πρόβλημα με τις κοινωνίες συναίνεσης είναι ότι όταν το consensus είναι λανθασμένο, δεν υπάρχει μηχανισμός διόρθωσης» δήλωσε ο Wolfgang Minchau, συγγραφέας του «Kaput - Το Τέλος του Γερμανικού Θαύματος», που κυκλοφόρησε στα τέλη του περασμένου έτους.
«Είναι το αντίθετο μιας κοινωνίας που βασίζεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers)».
Μετά από μια σύντομη παράταση κατά τους χειμερινούς μήνες, οι τρεις τελευταίοι πυρηνικοί σταθμοί της Γερμανίας έκλεισαν τον Απρίλιο του 2023, στη μέση μιας ενεργειακής κρίσης που είχε αρχίσει να βυθίζει τη γερμανική οικονομία.
Η αναποφασιστικότητα τροφοδοτεί τη μαζική μετανάστευση
Όταν η Merkel επέτρεψε την είσοδο σε εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες άσυλο από τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Αφρική που είχαν αποκλειστεί μεταξύ Ελλάδας και Ουγγαρίας το 2015, πολλοί Γερμανοί υποδέχθηκαν θετικά την κίνηση, συρρέοντας στους σταθμούς των τρένων για να καλωσορίσουν τις νέες αφίξεις.
Η μεγαλύτερη εισροή ανθρώπων στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας προέκυψε από μία μη απόφαση.
Όπως περιγράφει ο Robin Alexander, αναπληρωτής αρχισυντάκτης της εφημερίδας Die Welt, στο βιβλίο του «Die Getriebenen» (Οι Ωθούμενοι), τα γερμανικά σύνορα ήταν ήδη ανοιχτά λόγω των διατάξεων της ζώνης Σένγκεν.
Όταν πλησίασαν οι μετανάστες, η Merkel επέλεξε να μην τα κλείσει.
Γιατί; Επειδή υπήρχε ο κίνδυνος ότι ένα κλείσιμο θα μπορούσε να αμφισβητηθεί νομικά και ότι η συνοριοφυλακή θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει βία για την προστασία των συνόρων.
«Τα σύνορα έμειναν ανοιχτά, όχι επειδή η Merkel το αποφάσισε συνειδητά, ούτε κάποιος άλλος στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση», γράφει ο Alexander.
«Τη στιγμή της κρίσης, απλώς δεν υπήρχε κανείς πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη για το κλείσιμό τους».
Για τον Andreas Render, ιστορικό και επικεφαλής της Republik21, μιας συντηρητικής δεξαμενής σκέψης στο Βερολίνο, «Η Merkel ήταν πάντα πολύ καλή στην ανάλυση... γιατί αυτό δεν θα δουλέψει και γιατί το άλλο είναι αδύνατο, αλλά κακή στο να βρίσκει τρόπους για να κάνει τα πράγματα εφικτά.
Αυτή είναι μια γερμανική στάση, αλλά είναι και πολύ ευρωπαϊκή.
Οι Αμερικανοί είναι πολύ καλύτεροι στο να δοκιμάζουν πράγματα και να βλέπουν τι θα συμβεί».
Καθώς η κοινή γνώμη σταδιακά στρεφόταν εναντίον των μεταναστών, ενισχύοντας την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), οι κυβερνήσεις έκαναν αλλαγές στους μεταναστευτικούς νόμους — χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η χώρα κατέγραψε περισσότερες από 250.000 αιτήσεις ασύλου πέρυσι, λιγότερες από το 2023 αλλά περισσότερες από κάθε άλλη χρονιά από το 2016.
Σήμερα, οι μετανάστες είναι λιγότερο πιθανό να εργάζονται σε σχέση με τους Γερμανούς και πιο πιθανό να εμπλέκονται σε εγκληματικές ενέργειες.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δαπανά 30 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για παροχές σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο — ποσό που ξεπερνά το μισό του αμυντικού προϋπολογισμού της χώρας.
Για τον Render, η αδυναμία της Γερμανίας να αλλάξει πορεία όταν οι συνθήκες μεταβάλλονται, όπως φαίνεται τόσο στην ενεργειακή όσο και στη μεταναστευτική της πολιτική, αποκαλύπτει αυτό που αποκαλεί «στατική αντίληψη του κόσμου» που έχει ριζωθεί από την επανένωση.
Οι Γερμανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων μένουν πίσω
Πριν από μια δεκαετία, όταν η Tesla τραβούσε την προσοχή με τα ακριβά ηλεκτρικά της αυτοκίνητα, οι επικεφαλής της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας έκαναν δύο μοιραία λάθη: Υπέθεσαν ότι η τεχνογνωσία τους στην κατασκευή αυτοκινήτων θα μεταφερόταν εύκολα στην εποχή των ηλεκτρικών οχημάτων και ότι η Κίνα θα συνέχιζε να απορροφά ολοένα και περισσότερα βενζινοκίνητα Audi και Volkswagen.
Αργότερα ανακάλυψαν ότι η κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων εξαρτάται κυρίως από τις μπαταρίες και το λογισμικό, τομείς στους οποίους όσοι διέπρεπαν στην κατασκευή εμβόλων και βαλβίδων καυσίμου δεν ήταν απαραίτητα καλοί.
Μετά την Tesla, οι Κινέζοι κατασκευαστές αυτοκινήτων έχουν πλέον ξεπεράσει τους Γερμανούς ανταγωνιστές τους στην τεχνολογία ηλεκτρικών οχημάτων, μειώνοντας το μερίδιο αγοράς των τελευταίων.
«Αν κυριαρχείς στην αγορά για σχεδόν 40 χρόνια, ειδικά στην κατηγορία των πολυτελών οχημάτων... η προθυμία να επανεξετάσεις τα πάντα από την αρχή, όπως έκανε ο Elon Musk, δεν είναι υψηλή», δήλωσε ο Jurgen Peter, ανεξάρτητος αναλυτής της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Για τον Minzhau, αυτό αποκαλύπτει μια κεντρική αδυναμία της γερμανικής οικονομίας: Εξαρτώμενη από αναλογικές τεχνολογίες —μηχανολογία, χημικά— επιβίωσε χάρη σε μικρές προσαρμογές και στην τύχη — από τη διεύρυνση της ΕΕ έως την άνοδο της Κίνας, η οποία άνοιξε νέες αγορές και τοποθεσίες χαμηλού κόστους παραγωγής.
Αλλά αυτό το μοντέλο υστερεί πλέον. Το 2023, η Γερμανία κατέγραψε 133.000 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας, λιγότερες από τις μισές σε σχέση με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας.
Τα περισσότερα γερμανικά διπλώματα αφορούσαν μηχανικές και βιομηχανικές εφαρμογές, ενώ στις ΗΠΑ κυριαρχούσε η υπολογιστική τεχνολογία και στην Κίνα οι ψηφιακές επικοινωνίες.
«Ακόμη και σήμερα, η συζήτηση επικεντρώνεται στο πώς θα επανέλθει η παραγωγή στην κανονικότητα και στο πώς θα παραταθεί η ζωή του μοντέλου για άλλα 10 χρόνια», δήλωσε ο Minzhau.
«Ο κόσμος μιλάει για ανταγωνιστικότητα, ενώ στις ΗΠΑ μιλούν για ανάπτυξη».
Αλλάζοντας πορεία
Η Γερμανία δεν ήταν πάντα διστακτική απέναντι στον κίνδυνο και αλλεργική στην αλλαγή.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα ενίσχυσαν τη χώρα και μέχρι τη δεκαετία του 1950, η οικονομία της είχε ξεπεράσει αυτή της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι Γερμανοί ηγέτες στο παρελθόν είχαν αντιληφθεί τις ευκαιρίες και είχαν αναλάβει ρίσκα.
Ο Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ προώθησε την επανένωση παρά τις επιφυλάξεις του Παρισιού και του Λονδίνου.
Αντιμέτωπος με ρεκόρ ανεργίας, ο Καγκελάριος Gerhard Schroeder εφάρμοσε αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο κράτος πρόνοιας, οι οποίες έβαλαν την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης για 20 χρόνια.
Σήμερα, «η συσσώρευση πολλών ειδικών συμφερόντων, σαν στρείδια στο κύτος ενός πλοίου, έχει μετατοπίσει την ισορροπία υπέρ της αδράνειας», δήλωσε ο Garton As. «Αλλά πάρα πολλά εξαρτώνται από τις προσωπικές ηγετικές ικανότητες του καγκελάριου. Και ποτέ δεν ξέρεις μέχρι να αναλάβει τη θέση».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών