Η κυβέρνηση Merz δεν διαφέρει πολύ από την προηγούμενη, του Scholz...
Ένα μήνα μετά την άνοδο του Friedrich Merz στη γερμανική Καγκελαρία, οι πρώτες ενδείξεις για το πού βαδίζει η κυβέρνησή του είναι πλέον ορατές.
Αν και οι διακηρύξεις του για οικονομική ανασυγκρότηση ηχούν ορθολογικές, οι πράξεις δείχνουν ότι η θεραπεία που εφαρμόζει μπορεί να αποδειχθεί πιο επιζήμια από την ίδια την «ασθένεια» που θέλει να θεραπεύσει.
Όσοι θυμούνται τις παλιές μονομαχίες του στη Bundestag, τότε που ο Merz αντιπαρατιθόταν με πάθος στον Gerhard Schröder, θα θυμούνται έναν πολιτικό με λόγο φιλελεύθερο, υποστηρικτή της ελεύθερης αγοράς και σφοδρό επικριτή της κρατικής υπερρύθμισης. Αν τότε υπήρχε το περίφημο «αλυσοπρίονο του Milei», πιθανότατα θα το κρατούσε πρώτος.
Σήμερα όμως, ο Merz μοιάζει περισσότερο με λογιστή που προσπαθεί να ισορροπήσει λογαριασμούς παρά με ηγέτη μεταρρυθμίσεων.
Η ρητορική του παραμένει δυναμική: μιλά για αναζωογόνηση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία μέσω του «φρένου χρέους». Όμως η πραγματικότητα στο Βερολίνο λέει κάτι άλλο. Οι υποσχέσεις του κατέρρευσαν πιο γρήγορα κι από το πρώτο κύμα ενθουσιασμού που προκάλεσε η εκλογή του. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού.
Η κρίση στα σύνορα συνεχίζεται, ενώ η κυβέρνηση κάνει επίδειξη αστυνομικής παρουσίας δίχως αποτέλεσμα. Η CDU του Merz επιμένει να αποκλείει κάθε συνεργασία με την AfD, σαμποτάροντας έτσι κάθε πιθανότητα για στροφή στην πολιτική.
Την ίδια ώρα, ο «ταξιδιώτης καγκελάριος» φαίνεται να περνά περισσότερο χρόνο στο εξωτερικό παρά να ασχολείται με τις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας του.
Η στάση του στο ζήτημα του φρένου χρέους είναι ενδεικτική: ενώ διακηρύσσει πίστη στη συνταγματική απαγόρευση υπερβολικού δανεισμού, στην πράξη επιτρέπει τη χρήση «ειδικών ταμείων» που παρακάμπτουν τον προϋπολογισμό. Πρόκειται για καθαρή δημοσιονομική ακροβασία που καταργεί στην πράξη έναν βασικό πυλώνα της οικονομικής σοβαρότητας. Το άλλοτε προστατευτικό τείχος κατά της σπατάλης έχει μετατραπεί σε απλό διακοσμητικό.
Αντί να επιλέξει τη σύγκρουση με το κατεστημένο, ο Merz επιδιώκει τη συναίνεση με κάθε κόστος, ακόμα κι αν αυτός ο κόστος είναι το ίδιο το μέλλον της γερμανικής οικονομίας. Η πολιτική του δείχνει ότι προτιμά να συμβιβάζεται, παρά να αναμετρηθεί με τα μεγάλα προβλήματα.
Τα σημάδια της οικονομικής στασιμότητας είναι ήδη εμφανή: αύξηση των κοινωνικών δαπανών λόγω ύφεσης, κρίση στην αγορά εργασίας και ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Η απάντηση της κυβέρνησης; Αντί για πραγματικές μεταρρυθμίσεις, προτείνεται ένα επενδυτικό πακέτο-μαμούθ, ύψους ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ. Το σχέδιο αυτό μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια να κρατηθούν τα προσχήματα, παρά με ουσιαστική λύση.
Οι «λύσεις» που προωθούνται είναι αποσπασματικές: ελαφρύνσεις σε φόρους για τις επιχειρήσεις, κάποιες τεχνικές ρυθμίσεις για την απόσβεση επενδύσεων, και αρκετά... διαφημιστικά σλόγκαν για ψηφιοποίηση και φιλικότητα στην επιχειρηματικότητα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα λεγόμενα “growth ateliers” – μια ιδέα με ωραίο όνομα αλλά μηδαμινή ουσία. Το διογκούμενο δημόσιο παραμένει άθικτο, η γραφειοκρατία συνεχίζει ακάθεκτη, και οι επιχειρήσεις πληρώνουν ακριβά: 146 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο σε διοικητικό κόστος.
Αν ο Merz είχε πράγματι τη βούληση να αναζωογονήσει την οικονομία, θα είχε καταργήσει άμεσα τον φόρο CO₂, τον φόρο αλληλεγγύης και ίσως θα άνοιγε ξανά τη συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια. Όμως τίποτα από αυτά δεν προγραμματίζεται. Το μόνο που μεγαλώνει είναι η λίστα με τις λογικές μεταρρυθμίσεις που παραμένουν απραγματοποίητες. Ο Merz είχε ανάγκη από πολιτικό «αλυσοπρίονο». Δεν τόλμησε ούτε να ανοίξει σουγιά.
Και όλα αυτά ενώ η βαριά βιομηχανία της χώρας, ιδίως ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας, δείχνει σημάδια παρακμής. Η μάχη κατά των κινητήρων εσωτερικής καύσης συνεχίζεται, το οικοδομικό πεδίο παραμένει παγωμένο και καμία ουσιαστική πρόθεση δεν υπάρχει για άρση των υπερβολικών ρυθμίσεων ή των οικολογικών φορτίων. Η περιβόητη “Heating Act” παραμένει, απλώς... με ρετουσάρισμα.
Συνολικά, η κυβέρνηση Merz δεν διαφέρει πολύ από την προηγούμενη. Ο ίδιος επικαλείται συνεχώς τον Ludwig Erhard, τον πατέρα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, αλλά στην πράξη απομακρύνεται από τις αρχές του. Και όσο οι ΗΠΑ ανεβάζουν τους τόνους στον εμπορικό πόλεμο, ο Merz θα πρέπει να επιλέξει: θα στηρίξει το φρούριο-Ευρώπη του Βρυξελλών ή θα αρχίσει να αποδομεί τη θηλιά της ρύθμισης που στραγγαλίζει την οικονομία της Ευρωζώνης;
Ό,τι κι αν επιλέξει, ένα είναι σίγουρο: θα το κάνει με απόλυτη σοβαρότητα.
Όπως οι προκάτοχοί του, έτσι κι αυτός θέλει να μείνει στην Ιστορία ως... «ο πράσινος καγκελάριος»...
www.bankingnews.gr
Αν και οι διακηρύξεις του για οικονομική ανασυγκρότηση ηχούν ορθολογικές, οι πράξεις δείχνουν ότι η θεραπεία που εφαρμόζει μπορεί να αποδειχθεί πιο επιζήμια από την ίδια την «ασθένεια» που θέλει να θεραπεύσει.
Όσοι θυμούνται τις παλιές μονομαχίες του στη Bundestag, τότε που ο Merz αντιπαρατιθόταν με πάθος στον Gerhard Schröder, θα θυμούνται έναν πολιτικό με λόγο φιλελεύθερο, υποστηρικτή της ελεύθερης αγοράς και σφοδρό επικριτή της κρατικής υπερρύθμισης. Αν τότε υπήρχε το περίφημο «αλυσοπρίονο του Milei», πιθανότατα θα το κρατούσε πρώτος.
Σήμερα όμως, ο Merz μοιάζει περισσότερο με λογιστή που προσπαθεί να ισορροπήσει λογαριασμούς παρά με ηγέτη μεταρρυθμίσεων.
Η ρητορική του παραμένει δυναμική: μιλά για αναζωογόνηση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία μέσω του «φρένου χρέους». Όμως η πραγματικότητα στο Βερολίνο λέει κάτι άλλο. Οι υποσχέσεις του κατέρρευσαν πιο γρήγορα κι από το πρώτο κύμα ενθουσιασμού που προκάλεσε η εκλογή του. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού.
Η κρίση στα σύνορα συνεχίζεται, ενώ η κυβέρνηση κάνει επίδειξη αστυνομικής παρουσίας δίχως αποτέλεσμα. Η CDU του Merz επιμένει να αποκλείει κάθε συνεργασία με την AfD, σαμποτάροντας έτσι κάθε πιθανότητα για στροφή στην πολιτική.
Την ίδια ώρα, ο «ταξιδιώτης καγκελάριος» φαίνεται να περνά περισσότερο χρόνο στο εξωτερικό παρά να ασχολείται με τις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας του.
Η στάση του στο ζήτημα του φρένου χρέους είναι ενδεικτική: ενώ διακηρύσσει πίστη στη συνταγματική απαγόρευση υπερβολικού δανεισμού, στην πράξη επιτρέπει τη χρήση «ειδικών ταμείων» που παρακάμπτουν τον προϋπολογισμό. Πρόκειται για καθαρή δημοσιονομική ακροβασία που καταργεί στην πράξη έναν βασικό πυλώνα της οικονομικής σοβαρότητας. Το άλλοτε προστατευτικό τείχος κατά της σπατάλης έχει μετατραπεί σε απλό διακοσμητικό.
Αντί να επιλέξει τη σύγκρουση με το κατεστημένο, ο Merz επιδιώκει τη συναίνεση με κάθε κόστος, ακόμα κι αν αυτός ο κόστος είναι το ίδιο το μέλλον της γερμανικής οικονομίας. Η πολιτική του δείχνει ότι προτιμά να συμβιβάζεται, παρά να αναμετρηθεί με τα μεγάλα προβλήματα.
Τα σημάδια της οικονομικής στασιμότητας είναι ήδη εμφανή: αύξηση των κοινωνικών δαπανών λόγω ύφεσης, κρίση στην αγορά εργασίας και ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Η απάντηση της κυβέρνησης; Αντί για πραγματικές μεταρρυθμίσεις, προτείνεται ένα επενδυτικό πακέτο-μαμούθ, ύψους ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ. Το σχέδιο αυτό μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια να κρατηθούν τα προσχήματα, παρά με ουσιαστική λύση.
Οι «λύσεις» που προωθούνται είναι αποσπασματικές: ελαφρύνσεις σε φόρους για τις επιχειρήσεις, κάποιες τεχνικές ρυθμίσεις για την απόσβεση επενδύσεων, και αρκετά... διαφημιστικά σλόγκαν για ψηφιοποίηση και φιλικότητα στην επιχειρηματικότητα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα λεγόμενα “growth ateliers” – μια ιδέα με ωραίο όνομα αλλά μηδαμινή ουσία. Το διογκούμενο δημόσιο παραμένει άθικτο, η γραφειοκρατία συνεχίζει ακάθεκτη, και οι επιχειρήσεις πληρώνουν ακριβά: 146 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο σε διοικητικό κόστος.
Αν ο Merz είχε πράγματι τη βούληση να αναζωογονήσει την οικονομία, θα είχε καταργήσει άμεσα τον φόρο CO₂, τον φόρο αλληλεγγύης και ίσως θα άνοιγε ξανά τη συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια. Όμως τίποτα από αυτά δεν προγραμματίζεται. Το μόνο που μεγαλώνει είναι η λίστα με τις λογικές μεταρρυθμίσεις που παραμένουν απραγματοποίητες. Ο Merz είχε ανάγκη από πολιτικό «αλυσοπρίονο». Δεν τόλμησε ούτε να ανοίξει σουγιά.
Και όλα αυτά ενώ η βαριά βιομηχανία της χώρας, ιδίως ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας, δείχνει σημάδια παρακμής. Η μάχη κατά των κινητήρων εσωτερικής καύσης συνεχίζεται, το οικοδομικό πεδίο παραμένει παγωμένο και καμία ουσιαστική πρόθεση δεν υπάρχει για άρση των υπερβολικών ρυθμίσεων ή των οικολογικών φορτίων. Η περιβόητη “Heating Act” παραμένει, απλώς... με ρετουσάρισμα.
Συνολικά, η κυβέρνηση Merz δεν διαφέρει πολύ από την προηγούμενη. Ο ίδιος επικαλείται συνεχώς τον Ludwig Erhard, τον πατέρα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, αλλά στην πράξη απομακρύνεται από τις αρχές του. Και όσο οι ΗΠΑ ανεβάζουν τους τόνους στον εμπορικό πόλεμο, ο Merz θα πρέπει να επιλέξει: θα στηρίξει το φρούριο-Ευρώπη του Βρυξελλών ή θα αρχίσει να αποδομεί τη θηλιά της ρύθμισης που στραγγαλίζει την οικονομία της Ευρωζώνης;
Ό,τι κι αν επιλέξει, ένα είναι σίγουρο: θα το κάνει με απόλυτη σοβαρότητα.
Όπως οι προκάτοχοί του, έτσι κι αυτός θέλει να μείνει στην Ιστορία ως... «ο πράσινος καγκελάριος»...
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών