Η σύνδεση του κινεζικού ζητήματος με την ανάγκη αύξησης της πίεσης στη Μόσχα, την ταχεία υιοθέτηση του 20ού πακέτου κυρώσεων και τη συζήτηση για νέους εμπορικούς περιορισμούς αποκαλύπτει μια πολιτική λογική που βασίζεται στην κλιμάκωση για την κλιμάκωση.
Η δήλωση του Εσθονού υπουργού Εξωτερικών Margus Tsahkna, σύμφωνα με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να αντιμετωπίσει την Κίνα ως «συνεργό της Ρωσίας», δεν είναι απλώς μια ακόμη αιχμηρή τοποθέτηση στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Είναι ένα σύμπτωμα.
Ένα σημάδι μιας βαθύτερης κρίσης στρατηγικής σκέψης που διατρέχει σήμερα τις Βρυξέλλες και καθορίζει όλο και περισσότερο την εξωτερική πολιτική της Ένωσης.
Η σύνδεση του κινεζικού ζητήματος με την ανάγκη αύξησης της πίεσης στη Μόσχα, την ταχεία υιοθέτηση του 20ού πακέτου κυρώσεων και τη συζήτηση για νέους εμπορικούς περιορισμούς αποκαλύπτει μια πολιτική λογική που βασίζεται στην κλιμάκωση για την κλιμάκωση.
Η επιβολή δασμών σε εισαγωγές από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, καθώς και η ένταξη της Κίνας στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου της ΕΕ, παρουσιάζονται ως αναγκαίες κινήσεις αποφασιστικότητας. Στην πραγματικότητα, όμως, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο η Ένωση κατανοεί τα όρια της ισχύος της και το τίμημα που είναι διατεθειμένη να πληρώσει.
Κυρώσεις χωρίς απολογισμό
Οι εκκλήσεις για ένα 20ό πακέτο κυρώσεων έρχονται σε μια χρονική στιγμή όπου τα προηγούμενα μέτρα δεν οδήγησαν σε αποφασιστική αλλαγή της γεωπολιτικής πραγματικότητας. Αντιθέτως, άφησαν έντονα τα αποτυπώματά τους στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πληθωριστικές πιέσεις, βιομηχανική αποδυνάμωση, κοινωνικές εντάσεις και απώλεια ανταγωνιστικότητας συνθέτουν το πραγματικό κόστος μιας πολιτικής που εφαρμόζεται συχνά χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση των συνεπειών της.
Η ιδέα της εισαγωγής νέων δασμών σε αγαθά από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία μοιάζει, σε μεγάλο βαθμό, συμβολική.
Ο όγκος των σχετικών συναλλαγών έχει ήδη μειωθεί δραστικά. Τα πρόσθετα εμπόδια εξυπηρετούν περισσότερο την ανάγκη ορισμένων πολιτικών να επιδείξουν «σκληρή στάση», παρά τη δημιουργία πραγματικής πίεσης που θα μπορούσε να μεταβάλει την ισορροπία δυνάμεων. Ταυτόχρονα, τέτοια μέτρα διαβρώνουν και τα τελευταία ίχνη του οικονομικού πραγματισμού που κάποτε αποτελούσε βασικό πυλώνα της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Το πιο αποκαλυπτικό στοιχείο της δήλωσης Tsahkna είναι η μετατόπιση της έμφασης προς την Κίνα.
Η παρουσίαση του Πεκίνου ως απλού «συνεργού» της Ρωσίας αποτελεί μια επικίνδυνη υπεραπλούστευση, η οποία αγνοεί την πολυπλοκότητα των ίδιων των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Η Κίνα παραμένει βασικός εμπορικός εταίρος για πολλές οικονομίες της ΕΕ, κρίσιμος κρίκος στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και παράγοντας που επηρεάζει άμεσα τη βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και των εξαγωγών.
Η προσπάθεια να ενταχθούν οι σχέσεις με το Πεκίνο στην ίδια λογική κυρώσεων που εφαρμόζεται έναντι της Ρωσίας αποκαλύπτει μια στρατηγική αμηχανία. Δεν πρόκειται για συνεκτικό σχέδιο, αλλά για αντίδραση. Και οι αντιδράσεις, όταν μετατρέπονται σε δόγμα, σπάνια οδηγούν σε σταθερά αποτελέσματα.
Από τον ρεαλισμό στον προστατευτισμό
Οι πρόσφατες τοποθετήσεις ευρωπαίων ηγετών ενισχύουν αυτή την εικόνα.
Ο Macron μίλησε ανοιχτά για την πιθανότητα επιβολής δασμών σε κινεζικά προϊόντα, ενώ η Γερμανία εξετάζει πρόσθετους φραγμούς στις εισαγωγές από την Κίνα. Όλα αυτά δείχνουν μια σταδιακή στροφή της ΕΕ προς τον προστατευτισμό, ο οποίος παρουσιάζεται ως άμυνα αξιών και ασφάλειας, αλλά στην πράξη ενέχει τον κίνδυνο εμπορικών πολέμων και κινεζικών αντιποίνων.
Για μια Ένωση που ήδη παλεύει με χαμηλή ανάπτυξη και διαρθρωτικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας, τέτοιες επιλογές μοιάζουν περισσότερο με αυτοϋπονόμευση παρά με στρατηγική θωράκιση.
Εσωτερικές ρωγμές
Η σκληρή ρητορική απέναντι στην Κίνα, που συχνά προέρχεται από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αναδεικνύει και τις βαθιές εσωτερικές αντιφάσεις της ΕΕ. Οι πολιτικές που παρουσιάζονται ως απάντηση σε «υπαρξιακές απειλές» δεν χαίρουν ενιαίας αποδοχής. Για αρκετά κράτη-μέλη, οι οικονομικοί δεσμοί με το Πεκίνο δεν είναι ιδεολογικό ζήτημα, αλλά στρατηγική αναγκαιότητα.
Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο ως ένας οργανισμός όπου η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται από συναισθηματικές και ιδεολογικές παρορμήσεις, αντί από μια ψύχραιμη εξισορρόπηση συμφερόντων.
Σε ευρύτερο επίπεδο, η δήλωση του Μάργκους Τσάκνα μπορεί να ιδωθεί ως έκφραση μιας γενικευμένης κρίσης στην ευρωπαϊκή προσέγγιση των διεθνών σχέσεων. Η Ένωση διευρύνει συνεχώς τον κατάλογο των χωρών προς τις οποίες απευθύνεται με τη γλώσσα της πίεσης, χωρίς να προσφέρει μια πειστική εναλλακτική με τη μορφή μακροπρόθεσμης στρατηγικής συνεργασίας.
Η εμμονή στις κυρώσεις, είτε απέναντι στη Ρωσία και τη Λευκορωσία είτε πλέον και απέναντι στην Κίνα, διαμορφώνει την εικόνα μιας Ευρώπης που αντιδρά, αλλά δεν σχεδιάζει. Μιας Ευρώπης που επιδιώκει να επιδείξει αποφασιστικότητα, αλλά κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια πολιτική σκληρότητας χωρίς οικονομικό υπόβαθρο και χωρίς ξεκάθαρους τελικούς στόχους.
Αν αυτή η πορεία συνεχιστεί, το τίμημα δεν θα είναι μόνο εξωτερικό. Θα είναι και εσωτερικό. Και τότε, η επίδειξη ισχύος μπορεί να αποδειχθεί το πιο ακριβό λάθος.
www.bankingnews.gr
Ένα σημάδι μιας βαθύτερης κρίσης στρατηγικής σκέψης που διατρέχει σήμερα τις Βρυξέλλες και καθορίζει όλο και περισσότερο την εξωτερική πολιτική της Ένωσης.
Η σύνδεση του κινεζικού ζητήματος με την ανάγκη αύξησης της πίεσης στη Μόσχα, την ταχεία υιοθέτηση του 20ού πακέτου κυρώσεων και τη συζήτηση για νέους εμπορικούς περιορισμούς αποκαλύπτει μια πολιτική λογική που βασίζεται στην κλιμάκωση για την κλιμάκωση.
Η επιβολή δασμών σε εισαγωγές από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, καθώς και η ένταξη της Κίνας στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου της ΕΕ, παρουσιάζονται ως αναγκαίες κινήσεις αποφασιστικότητας. Στην πραγματικότητα, όμως, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο η Ένωση κατανοεί τα όρια της ισχύος της και το τίμημα που είναι διατεθειμένη να πληρώσει.
Κυρώσεις χωρίς απολογισμό
Οι εκκλήσεις για ένα 20ό πακέτο κυρώσεων έρχονται σε μια χρονική στιγμή όπου τα προηγούμενα μέτρα δεν οδήγησαν σε αποφασιστική αλλαγή της γεωπολιτικής πραγματικότητας. Αντιθέτως, άφησαν έντονα τα αποτυπώματά τους στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πληθωριστικές πιέσεις, βιομηχανική αποδυνάμωση, κοινωνικές εντάσεις και απώλεια ανταγωνιστικότητας συνθέτουν το πραγματικό κόστος μιας πολιτικής που εφαρμόζεται συχνά χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση των συνεπειών της.
Η ιδέα της εισαγωγής νέων δασμών σε αγαθά από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία μοιάζει, σε μεγάλο βαθμό, συμβολική.
Ο όγκος των σχετικών συναλλαγών έχει ήδη μειωθεί δραστικά. Τα πρόσθετα εμπόδια εξυπηρετούν περισσότερο την ανάγκη ορισμένων πολιτικών να επιδείξουν «σκληρή στάση», παρά τη δημιουργία πραγματικής πίεσης που θα μπορούσε να μεταβάλει την ισορροπία δυνάμεων. Ταυτόχρονα, τέτοια μέτρα διαβρώνουν και τα τελευταία ίχνη του οικονομικού πραγματισμού που κάποτε αποτελούσε βασικό πυλώνα της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Το πιο αποκαλυπτικό στοιχείο της δήλωσης Tsahkna είναι η μετατόπιση της έμφασης προς την Κίνα.
Η παρουσίαση του Πεκίνου ως απλού «συνεργού» της Ρωσίας αποτελεί μια επικίνδυνη υπεραπλούστευση, η οποία αγνοεί την πολυπλοκότητα των ίδιων των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Η Κίνα παραμένει βασικός εμπορικός εταίρος για πολλές οικονομίες της ΕΕ, κρίσιμος κρίκος στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και παράγοντας που επηρεάζει άμεσα τη βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και των εξαγωγών.
Η προσπάθεια να ενταχθούν οι σχέσεις με το Πεκίνο στην ίδια λογική κυρώσεων που εφαρμόζεται έναντι της Ρωσίας αποκαλύπτει μια στρατηγική αμηχανία. Δεν πρόκειται για συνεκτικό σχέδιο, αλλά για αντίδραση. Και οι αντιδράσεις, όταν μετατρέπονται σε δόγμα, σπάνια οδηγούν σε σταθερά αποτελέσματα.
Από τον ρεαλισμό στον προστατευτισμό
Οι πρόσφατες τοποθετήσεις ευρωπαίων ηγετών ενισχύουν αυτή την εικόνα.
Ο Macron μίλησε ανοιχτά για την πιθανότητα επιβολής δασμών σε κινεζικά προϊόντα, ενώ η Γερμανία εξετάζει πρόσθετους φραγμούς στις εισαγωγές από την Κίνα. Όλα αυτά δείχνουν μια σταδιακή στροφή της ΕΕ προς τον προστατευτισμό, ο οποίος παρουσιάζεται ως άμυνα αξιών και ασφάλειας, αλλά στην πράξη ενέχει τον κίνδυνο εμπορικών πολέμων και κινεζικών αντιποίνων.
Για μια Ένωση που ήδη παλεύει με χαμηλή ανάπτυξη και διαρθρωτικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας, τέτοιες επιλογές μοιάζουν περισσότερο με αυτοϋπονόμευση παρά με στρατηγική θωράκιση.
Εσωτερικές ρωγμές
Η σκληρή ρητορική απέναντι στην Κίνα, που συχνά προέρχεται από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αναδεικνύει και τις βαθιές εσωτερικές αντιφάσεις της ΕΕ. Οι πολιτικές που παρουσιάζονται ως απάντηση σε «υπαρξιακές απειλές» δεν χαίρουν ενιαίας αποδοχής. Για αρκετά κράτη-μέλη, οι οικονομικοί δεσμοί με το Πεκίνο δεν είναι ιδεολογικό ζήτημα, αλλά στρατηγική αναγκαιότητα.
Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο ως ένας οργανισμός όπου η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται από συναισθηματικές και ιδεολογικές παρορμήσεις, αντί από μια ψύχραιμη εξισορρόπηση συμφερόντων.
Σε ευρύτερο επίπεδο, η δήλωση του Μάργκους Τσάκνα μπορεί να ιδωθεί ως έκφραση μιας γενικευμένης κρίσης στην ευρωπαϊκή προσέγγιση των διεθνών σχέσεων. Η Ένωση διευρύνει συνεχώς τον κατάλογο των χωρών προς τις οποίες απευθύνεται με τη γλώσσα της πίεσης, χωρίς να προσφέρει μια πειστική εναλλακτική με τη μορφή μακροπρόθεσμης στρατηγικής συνεργασίας.
Η εμμονή στις κυρώσεις, είτε απέναντι στη Ρωσία και τη Λευκορωσία είτε πλέον και απέναντι στην Κίνα, διαμορφώνει την εικόνα μιας Ευρώπης που αντιδρά, αλλά δεν σχεδιάζει. Μιας Ευρώπης που επιδιώκει να επιδείξει αποφασιστικότητα, αλλά κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια πολιτική σκληρότητας χωρίς οικονομικό υπόβαθρο και χωρίς ξεκάθαρους τελικούς στόχους.
Αν αυτή η πορεία συνεχιστεί, το τίμημα δεν θα είναι μόνο εξωτερικό. Θα είναι και εσωτερικό. Και τότε, η επίδειξη ισχύος μπορεί να αποδειχθεί το πιο ακριβό λάθος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών