Όλοι μιλούν για το Βιετνάμ. Οι αλυσίδες εφοδιασμού μετακινούνται, τα κεφάλαια συρρέουν και οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ εκτοξεύονται. Όμως πίσω από την εικόνα της ανερχόμενης υπερδύναμης κρύβεται ένα δύσκολο ερώτημα: μπορεί το Βιετνάμ να ξεφύγει από ένα μοντέλο που μέχρι χθες παρήγαγε ανάπτυξη χωρίς πραγματική δύναμη;
Από τη μεταρρύθμιση Doi Moi στην «εξορυκτική» ανάπτυξη
Σύμφωνα με ανάλυση του Modern Diplomacy, από τις μεταρρυθμίσεις Doi Moi του 1986, η ανάπτυξη του Βιετνάμ συχνά έμοιαζε με αυτό που διεθνείς αναλυτές αποκαλούν Extractive Developmental State.
Η οικονομική μηχανή της χώρας στηρίχθηκε στις εξαγωγές πρώτων υλών, όπως αργό πετρέλαιο, καφές και θαλασσινά, καθώς και σε χαμηλής προστιθέμενης αξίας μεταποίηση.
Το μοντέλο αυτό έβγαλε εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε μια δομή εξάρτησης.
Το κράτος υποδέχτηκε ξένες επενδύσεις που στόχευαν κυρίως στην εκμετάλλευση του φθηνού εργατικού δυναμικού και των φυσικών πόρων, διαμορφώνοντας θεσμούς γύρω από την «ευκολία του επιχειρείν» και όχι γύρω από μια στρατηγική βιομηχανική αναβάθμιση.
Η ανάπτυξη ήρθε, αλλά χωρίς βαθιά παραγωγική ικανότητα.
Όπως έχουν επισημάνει ακαδημαϊκοί, το σύστημα βασίστηκε σε συμμαχίες κράτους και κεφαλαίου με χαρακτηριστικά πελατειακών σχέσεων και διαμοιρασμού προσόδων.
Οι βιομηχανικοί δεσμοί παρέμειναν αδύναμοι και ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας δυσκολεύτηκε να ξεπεράσει απλές, χαμηλής αξίας δραστηριότητες. Σε αντίθεση με ένα κλασικό αναπτυξιακό κράτος, η «εξορυκτική» εκδοχή του Βιετνάμ κινδύνευε να διαιωνίσει ανισότητες και εξαρτήσεις.
Η επιστροφή της βιομηχανικής πολιτικής
Το παλιό αυτό μοντέλο βρίσκεται πλέον μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία μετασχηματισμού. Η εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπου οι αγορές λειτουργούσαν αποπολιτικοποιημένες, έχει τελειώσει.
Η βιομηχανική πολιτική επιστρέφει δυναμικά, ωθούμενη από διαδοχικούς παγκόσμιους κλυδωνισμούς.
Η πανδημία COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκάλυψαν την ευθραυστότητα των υπερ-αποδοτικών αλλά γεωγραφικά συγκεντρωμένων αλυσίδων παραγωγής. Για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, η ανθεκτικότητα έχει πλέον μεγαλύτερη αξία από την καθαρή αποδοτικότητα.
Παράλληλα, η κλιμακούμενη τεχνολογική αντιπαράθεση ΗΠΑ–Κίνας έχει μετατρέψει τους ημιαγωγούς, την τεχνητή νοημοσύνη και τις πράσινες τεχνολογίες σε πεδία σκληρού γεωοικονομικού ανταγωνισμού. Η αλληλεξάρτηση εργαλειοποιείται και τα κράτη πιέζονται να αποσυνδεθούν, να ασφαλίσουν κρίσιμες τεχνολογίες και παραγωγικές δυνατότητες.
Το αποτέλεσμα είναι αυτό που οι αναλυτές αποκαλούν γεωοικονομικό κατακερματισμό.
Ο κόσμος αναδιοργανώνεται σε πολιτικά ευθυγραμμισμένα οικονομικά μπλοκ.
Για το Βιετνάμ, που βρίσκεται στην καρδιά της Νοτιοανατολικής Ασίας και συνορεύει με την Κίνα, το να λειτουργεί απλώς ως πλατφόρμα φθηνής συναρμολόγησης δεν αποτελεί πλέον βιώσιμη στρατηγική. Η οικοδόμηση εγχώριας βιομηχανικής ισχύος γίνεται μονόδρομος.
Προς ένα πραγματικό βιομηχανικό αναπτυξιακό κράτος
Οι παγκόσμιες αυτές πιέσεις δημιουργούν ισχυρά κίνητρα ώστε το Βιετνάμ να μεταβεί σε ένα αυθεντικό Industrial Developmental State, στα πρότυπα των ασιατικών «τίγρεων».
Τα σημάδια αυτής της στροφής είναι ολοένα και πιο εμφανή.
Οι πρόσφατες πολιτικές του Ανόι δείχνουν ξεκάθαρη φιλοδοξία για βιομηχανική αναβάθμιση, με μετάβαση από τα χαμηλής αξίας κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα σε ηλεκτρονικά, μηχανολογικό εξοπλισμό και πράσινες τεχνολογίες.
Ο στόχος παραμένει η παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών εξαγώγιμων προϊόντων.
Καθοριστικό ρόλο αναλαμβάνει πλέον το κράτος.
Μέσω στοχευμένης χρηματοδότησης, στρατηγικών επιδοτήσεων και εθνικών σχεδίων, επιχειρεί να κατευθύνει τις επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην προσπάθεια δημιουργίας εθνικών πρωταθλητών, όπως η Vingroup με το φιλόδοξο εγχείρημα ηλεκτρικών οχημάτων VinFast και ο στρατιωτικός τεχνολογικός κολοσσός Viettel.
Η στρατηγική αυτή θυμίζει το κλασικό εγχειρίδιο του αναπτυξιακού κράτους, όπου ο στόχος είναι ο διαρθρωτικός μετασχηματισμός και η αύξηση της παραγωγικότητας.
Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, παραμένει αν το Ανόι μπορεί να οικοδομήσει την κρατική ικανότητα που απαιτείται για την υλοποίησή της.
Όπως έχει επισημάνει ο Peter Evans, το κλειδί είναι η «ενσωματωμένη αυτονομία»: ένα κράτος στενά συνδεδεμένο με την επιχειρηματική κοινότητα, αλλά ταυτόχρονα προστατευμένο από την αιχμαλωσία συμφερόντων και τη διαφθορά.
Στην περίπτωση του Βιετνάμ, τα στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση παραμένουν περιορισμένα.
Η ανολοκλήρωτη μεταρρύθμιση των θεσμών
Εδώ εντοπίζεται η ιστορική πρόκληση του Βιετνάμ.
Το παρελθόν του ως κράτους αναζήτησης προσόδων άφησε πίσω του θεσμούς σχεδιασμένους για εξαγωγή πλούτου, όχι για στρατηγική ανάπτυξη.
Η μεταρρύθμιση αυτού του μηχανισμού αποτελεί τον κεντρικό στόχο της σημερινής ηγεσίας.
Η εντατικοποιημένη εκστρατεία κατά της διαφθοράς και οι θεσμικές αλλαγές πρέπει να ιδωθούν ως προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός ικανού και αυτόνομου κράτους.
Με την αποδόμηση παγιωμένων δικτύων, η κυβέρνηση επιχειρεί να δημιουργήσει τον πολιτικό χώρο για αποφάσεις που βασίζονται στο μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον και όχι στη βραχυπρόθεσμη εκμετάλλευση.
Ο δρόμος, ωστόσο, παραμένει αβέβαιος.
Η μετάβαση από μια εξορυκτική σε μια αναπτυξιακή λογική απαιτεί ριζική αλλαγή στη σχέση κράτους και οικονομίας.
Απαιτεί μια επαγγελματική, τεχνοκρατική γραφειοκρατία ικανή να παίρνει σύνθετα βιομηχανικά ρίσκα, καθώς και μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην καθοδήγηση και την ελευθερία της αγοράς.
Μπορεί το Βιετνάμ να ολοκληρώσει τη μετάβαση;
Η φιλοδοξία είναι ξεκάθαρη και τα εξωτερικά κίνητρα ισχυρότερα από ποτέ.
Όμως η οικοδόμηση ενός πραγματικού αναπτυξιακού κράτους είναι, πάνω απ’ όλα, ένα θεσμικό εγχείρημα.
Το Βιετνάμ έχει αποδείξει ότι μπορεί να αναπτύσσεται γρήγορα· η επόμενη και δυσκολότερη δοκιμασία είναι αν μπορεί να δημιουργήσει θεσμούς ικανούς να το οδηγήσουν σε καθεστώς υψηλού εισοδήματος έως το 2045, όπως έχει θέσει η πολιτική του ηγεσία.
Η απάντηση ίσως δοθεί στο 14ο Εθνικό Συνέδριο του Communist Party of Vietnam, τον Ιανουάριο του 2026. Εκεί θα φανεί αν ο νέος «κόκκινος τίγρης» της Ασίας είναι έτοιμος να γεννηθεί πραγματικά.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών