Οι γερμανικές κυβερνήσεις θα έρθουν αντιμέτωπες με δημοσιονομικά ελλείμματα τουλάχιστον έως το τέλος του 2028, για χάρη της αποπληρωμής του χρέους που δημιουργήθηκε για τις έκτακτες ενεργειακές και στρατιωτικές δαπάνες το 2022, εκτιμά σε έκθεσή της η Scope Ratings.
«Η Γερμανία (AAA, σταθερό outlοοκ), η οποία παρουσίασε δημοσιονομικά πλεονάσματα κατά μέσο όρο 0,5% του ΑΕΠ μεταξύ 2014 και 2019, δεν θα επιστρέψει σε παρόμοια πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, λόγω των μεγάλων δαπανών της και των πιο ζοφερών βραχυπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης λόγω το ενεργειακό σοκ. Οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα αντιμετωπίσουν δύσκολες αποφάσεις δημοσιονομικής πολιτικής», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Το πρόσφατα ανακοινωθέν σχέδιο του Βερολίνου ύψους έως και 200 δισ. ευρώ (περίπου 5% του ΑΕΠ) για τη μείωση των τιμών φυσικού αερίου και ενέργειας, φέρνει τα συνολικά μέτρα στήριξης της χώρας για την προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από την ενεργειακή κρίση σε ευρώ 295 δισ. (7,6% του ΑΕΠ) ευρώ. Αυτό αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο πακέτο στήριξης οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας που ξεπερνά ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο (6,5% του ΑΕΠ) και θα εξασφαλίσει σημαντικά μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, έκδοση γερμανικού κρατικού χρέους τα επόμενα χρόνια. Ο πρόσθετος δανεισμός προστίθεται στο ειδικό ταμείο 100 δισ. ευρώ για τις ομοσπονδιακές ένοπλες δυνάμεις που ανακοινώθηκε νωρίτερα μέσα στο έτος.
Για τη χρηματοδότηση αυτών των σημαντικών πολυετών προγραμμάτων, η κυβέρνηση Scholz ανακοίνωσε «ειδικά κεφάλαια» εκτός προϋπολογισμού που χρηματοδοτούνται από χρέος, επιτρέποντας μελλοντικές δαπάνες ουσιαστικά εκτός του «φρένου» χρέους -περιορίζει το δημοσιονομικό έλλειμμα στο μέγιστο 0,35% του ΑΕΠ.
«Η Γερμανία έχει άφθονο δημοσιονομικό χώρο, εκτός από το χρέος, για τόσο μεγάλα δημοσιονομικά προγράμματα. Αναμένουμε ο καθαρός δανεισμός να φτάσει κατά μέσο όρο στο 3,7% του ΑΕΠ μεταξύ 2020-2024, σε πλήρη αντίθεση με τα πλεονάσματα της κυβέρνησης πριν από την πανδημία. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η διαχείριση του μελλοντικού κόστους δανεισμού. Τα κόστη δεν είναι ασήμαντα, ισοδυναμούν με έως και 12 δισεκ. ευρώ (0,25% του ΑΕΠ)», προειδοποιεί ο οίκος.
Η ιστορικά υψηλή εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια, που ενισχύεται από μια οικονομία προσανατολισμένη στις εξαγωγές, καθιστά τη Γερμανία μία από τις πιο εκτεθειμένες χώρες στις επιπτώσεις από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. «Πλέον αναμένουμε η ανάπτυξη να επιβραδυνθεί στο 1,4% το 2022 και το ΑΕΠ να συρρικνωθεί κατά 0,2% το 2023.
Μακροπρόθεσμα, βλέπουμε πρόσθετη πίεση στους μελλοντικούς προϋπολογισμούς από τη γήρανση του πληθυσμού της Γερμανίας. Η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Γήρανση του 2021 υπολογίζει ότι αυτές οι δαπάνες που σχετίζονται με τη γήρανση, κυρίως για τις συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη, θα αυξηθούν κατά 1,5% του ΑΕΠ έως το 2030, από 23,3% του ΑΕΠ το 2019 σε 24,8%, με την προϋπόθεση ότι δεν θα γίνουν μεταρρυθμίσεις.
Ο συνδυασμός του χρέους που σχετίζεται με την πανδημία, των δαπανών μέσω ειδικών ταμείων και της αύξησης του κόστους που σχετίζεται με τη γήρανση, θα μπορούσε να ανέλθει σε σχεδόν 100 δισεκ. ευρώ ετησίως έως το 2030, ή στο 2% του αναμενόμενου ΑΕΠ. Αυτό θα καταστήσει όλο και πιο δύσκολο για τις μελλοντικές κυβερνήσεις να συμμορφωθούν με τους περιορισμούς χρέους στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό», καταλήγει ο οίκος.
www.bankingnews.gr
Scope: Τέλος τα δημοσιονομικά πλεονάσματα για τη Γερμανία, ελλείμματα τουλάχιστον έως το 2028 – Ύφεση 0,2% το 2023
Έκθεση της Scope Ratings για τη Γερμανία
Σχόλια αναγνωστών