Παρέμβαση Βερβεσού, ΕΑΝΔΑ, Παυλόπουλου κ.α.
Μετά την πολιτική κόντρα μεταξύ των κομμάτων που μαίνεται για τρίτη συνεχόμενη ημέρα, θέση παίρνουν καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου από όλη τη χώρα με πυρά εναντίον του Εισαγγελέα καθώς κάνουν λόγο για «σοβαρά ατοπήματα».
Ειδικότερα, με κοινή ανακοίνωση τους 16 πανεπιστημιακοί Συνταγματολόγοι σχολιάζουν την γνωμοδότηση εκφράζοντας την ανησυχία τους ενώ παράλληλα τονίζουν ότι η εν λόγω γνωμοδότηση υποπίπτει σε μια σειρά σοβαρών ατοπημάτων.
Οι καθηγητές σχολιάζουν πως ο Εισαγγελέας συγχέει αβασάνιστα το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων με την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ ενώ τονίζουν πως η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ απονέμεται σε αυτήν απευθείας από το Σύνταγμα.
«Η ΑΔΑΕ δεν έχει απλώς τη δυνατότητα αλλά την υποχρέωση να ελέγχει την ΕΥΠ, τους παρόχους και κάθε άλλον εμπλεκόμενο παράγοντα για το αν κάνουν καλά τη δουλειά τους», σημειώνουν χαρακτηριστικά οι 16 Συνταγματολόγοι που υπογράφουν την δήλωση.
Επίσης σχολιάζουν πως η έκδοση της ανωτέρω Γνωμοδότησης ήταν άτοπη, διότι, όπως έχει αποφανθεί παλαιότερα η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου
«Για πιθανή άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον, μεταξύ άλλων, και μελών της ΑΔΑΕ, ακόμη και για κατασκοπεία (άρθρο 148 ΠΚ). Επισημαίνουμε ότι η δύσκολα αποκρυπτόμενη αυτή απειλή δεν είναι σε καμιά περίπτωση ο προσήκων τρόπος για την υπέρβαση των διαφωνιών δύο άμεσων οργάνων του κράτους», τονίζουν.
Την ίδια ώρα τη δική του παρέμβαση έκανε και ο πρόεδρος του δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Δημήτρης Βερβεσός προβάλλοντας τις ενστάσεις του.
Όλη κοινή δήλωση των 16 συνταγματολόγων
«Οι υπογραφόμενοι, ομότιμοι καθηγητές, εν ενεργεία καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες Συνταγματικό Δίκαιο στις δύο παλαιότερες Νομικές Σχολές και τα άλλα Πανεπιστήμια της χώρας, εκφράζουμε τη ζωηρή μας ανησυχία για την υπ’ αριθμ. 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε ερώτημα τηλεπικοινωνιακού παρόχου. Και τούτο διότι η Γνωμοδότηση αυτή υποπίπτει σε μια σειρά σοβαρών ατοπημάτων:
Ο κ. Εισαγγελέας συγχέει αβασάνιστα το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων με την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ. Το μεν πρώτο μπορεί πράγματι να ρυθμιστεί από τον νομοθέτη, όπως έγινε πρόσφατα με τον Ν. 5002/2022. Η ρύθμιση του τελευταίου, και ειδικά η προβλεπόμενη τριετία, είναι προβληματική. Εντούτοις, μέχρις ότου κριθεί αντισυνταγματική ή και αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ισχύει.
Τουναντίον, η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ απονέμεται σε αυτήν απευθείας από το Σύνταγμα (άρθρο 19 §2) και η έκτασή της δεν μπορεί να περιοριστεί ουδ’ επ’ ελάχιστο από τον νομοθέτη. Αρμόδια κατά το Σύνταγμα να διασφαλίζει το απόρρητο, η ΑΔΑΕ δεν έχει απλώς τη δυνατότητα αλλά την υποχρέωση να ελέγχει την ΕΥΠ, τους παρόχους και κάθε άλλον εμπλεκόμενο παράγοντα για το αν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Και τούτο ανά πάσα στιγμή, αυτεπαγγέλτως, ή κατόπιν καταγγελίας και χωρίς να μπορεί να της αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο ακόμη και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Είναι άλλο η ενημέρωση του θιγομένου, ύστερα από αίτησή του, και άλλο ο έλεγχος της ΑΔΑΕ, ο οποίος αποβλέπει στην τήρηση της αντικειμενικής νομιμότητας.
Αυτό θέλησε ο συνταγματικός νομοθέτης και η περί του αντιθέτου άποψη του κ. Εισαγγελέα, ότι δηλαδή ο εκάστοτε νομοθέτης μπορεί να καθορίζει κατά το δοκούν την έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, δεν έχει το παραμικρό έρεισμα.
Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της εκκρεμούς δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων, η έκδοση της ανωτέρω Γνωμοδότησης ήταν άτοπη, διότι, όπως έχει αποφανθεί παλαιότερα η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, Γνωμοδοτήσεις δεν εκδίδονται για υποθέσεις «επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές». Και τούτο, «προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους» (ΓνωμΕισΑΠ 10/2018, 15/2021 και 3/2022). Για το ζήτημα άλλωστε του αθέμιτου επηρεασμού εκκρεμών δικών έχουν αποφανθεί από μακρού οι Ολομέλειες τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, κάθε φορά που η κυβερνώσα πλειοψηφία θέλησε να παρακάμψει την ετυμηγορία της δικαιοσύνης (ΑΠ(Ολ.)40/1988, ΣτΕ(Ολ.) 542/1999, 677/2010).
Μια φράση τέλος όσον αφορά την αναφορά του κ. Εισαγγελέα για πιθανή άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον, μεταξύ άλλων, και μελών της ΑΔΑΕ, ακόμη και για κατασκοπεία (άρθρο 148 ΠΚ). Επισημαίνουμε ότι η δύσκολα αποκρυπτόμενη αυτή απειλή δεν είναι σε καμιά περίπτωση ο προσήκων τρόπος για την υπέρβαση των διαφωνιών δύο άμεσων οργάνων του κράτους».
Ποιοι υπογράφουν τη δήλωση
Τη δήλωση υπογράφουν οι Νίκος Αλιβιζάτος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ευάγγελος Βενιζέλος (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Γιώργος Δελλής (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Δρόσος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ακρίτας Καϊδατζής (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Ιφιγένεια Καμτσίδου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Αλέξανδρος Κεσσόπουλος (Πανεπιστήμιο Κρήτης), Ξενοφών Κοντιάδης (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), Χαράλαμπος Κουρουνδής (Ανοιχτό Πανεπιστήμιο), Παναγιώτης Μαντζούφας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), Λίνα Παπαδοπούλου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Νίκος Παπασπύρου (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Φίλιππος Σπυρόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιώργος Σωτηρέλης (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Τασόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Βασιλική Χρήστου (Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Παρέμβαση Βερβεσού
Σφοδρή αντίδραση και από τους δικηγόρους συναντά η γνωμοδότηση Ντογιάκου, με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών να προχωράει σε έκτακτη συνεδρίαση και τον πρόεδρο του Δημήτρη Βερβεσό να χαρακτηρίζει αδιαμφίσβητη την εξουσία της ΑΔΑΕ και να υποστηρίζει πως «οι αντισυνταγματικοί νόμοι δε θεραπεύονται από εισαγγελικές γνωμοδοτήσεις».
Ο κ. Βερβεσός κάνει αναφορά στην πρόσφατη νομοθετική διάταξη έναντι της οποίας είχε εκφραστεί η διαφωνία των δικηγόρων κατά τη διάρκεια της συζήτησης του σχετικού νόμου και βάσει αυτής επιτρέπεται η ενημέρωση πολίτη, για παρακολούθηση του από την ΕΥΠ τρία χρόνια μετά το τέλος της παρακολούθησης είναι βαθύτατα αντισυνταγματική.
«Είναι προφανές ότι η σχετική διάταξη του νέου νόμου είναι αντισυνταγματική. Και αφού η γνωμοδότηση Ντογιάκου την κρίνει συνταγματική, είμαστε κάθετα αντίθετοι με την γνωμοδότηση αυτή» τόνισε ο κ. Βερβεσός μιλώντας στον Μάνο Νιφλή και στον realFM. «Εκτός των άλλων, είναι κενή περιεχομένου, αφού ο νόμος της ΕΥΠ, επιτρέπει την καταστροφή του υλικού παρακολούθησης ένα χρόνο μετά το τέλος της» ανέφερε.
Και πρόσθεσε: «Η διάταξη που δίνει την αρμοδιότητα σε άλλο όργανο και όχι την ΑΔΑΕ να εξετάζει αν θα δοθούν στοιχεία είναι αντισυνταγματική, αφού η παρ. 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, δίνει στην ΑΔΑΕ, αυτήν την αρμοδιότητα. Οι εισαγγελείς έχουν αρμοδιότητα να δίνουν ή όχι άδεια για επισύνδεση αλλά η ΑΔΑΕ είναι η μόνη που με βάση το Σύνταγμα μπορεί να κάνει έλεγχο για το αν ήταν νόμιμες οι επισυνδέσεις, γιατί έγιναν, πόσο χρόνο διήρκεσαν κλπ.».
Η αναδρομική ισχύς στη γνωμοδότηση Ντογιάκου
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο πρόεδρος του ΔΣΑ και στην επισήμανση που περιλαμβάνεται στη γνωμοδότηση Ντογιάκου περί αναδρομικής ισχύος του νόμου, γεγονός που συνεπάγεται πως ισχύει και για αιτήσεις πολιτών που έχουν γίνει πριν την εφαρμογή του.
«Άρα, κατά την λογική του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο νόμος ισχύει και για τις νομικές ενέργειες που έχουν γίνει ήδη, για παράδειγμα στην υπόθεση της επισύνδεσης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη. Όμως ο νόμος δεν επιτρέπει στον Εισαγγελέα του ΑΠ να κάνει γνωμοδότηση για υπόθεση που εκκρεμεί σε δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο, μιας και έτσι παρεμβαίνει στην κρίση των δικαστών και την επηρεάζει» επισημαίνει.
Και ο κ. Βερβεσός καταλήγει: «Η γνωμοδότηση του κ Ντογιάκου δεν είναι νόμιμη και με αυτή την έννοια. Εμείς θεωρούμε αντισυνταγματική την διάταξη, άρα και την γνωμοδότηση του κ Ντογιάκου αντίθετη με το Σύνταγμα. Να μην ξεχνάμε ότι το Σύνταγμα υπερτερεί του νόμου και όχι το αντίθετο».
Προκόπης Παυλόπουλος: Ουδεμία κρατική αρχή δεν νομιμοποιείται να υποκαταστήσει την ΑΔΑΕ
Ενόψει της έκτακτης συνεδρίασής του, ο ΔΣΑ παραπέμπει και στην παρέμβαση του Προκόπη Παυλόπουλου όπου αναφέρει μεταξύ άλλων πως «ουδεμία κρατική αρχή, σε όποια από τις τρεις Εξουσίες και αν ανήκει, νομιμοποιείται να υποκαταστήσει την ΑΔΑΕ κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, είτε να θέσει υπό την κρίση της -πολλώ δε μάλλον υπό την άδειά της- το αν και κατά πόσον η ΑΔΑΕ θ’ ασκήσει τις συγκεκριμένες κάθε φορά αρμοδιότητές της, είτε να παρεμποδίσει άλλες κρατικές αρχές, νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα και φυσικά ή νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα να συνεργασθούν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις με την ΑΔΑΕ κατά την επιτέλεση της αποστολής της είτε, τέλος, ν’ αρνηθεί την συνεργασία της, όταν τούτο είναι σύμφωνα τις κείμενες διατάξεις απαραίτητο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ».
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Παυλόπουλος «… Κατά σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των διατάξεων του νόμου τούτου -και όχι κατά σύμφωνη με τον νόμο αυτόν ερμηνεία του Συντάγματος, όπως το επιχειρούν, σχεδόν απροκαλύπτως, κάποιοι σήμερα- κατ’ ουδένα τρόπο τα κατά τ’ ανωτέρω δικαστικά όργανα νομιμοποιούνται ν’ ασκούν την δικαιοδοσία τους με τρόπο που τους επιτρέπει να υπεισέρχονται στις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, πολύ δε περισσότερο με τρόπο που τους επιτρέπει ακόμη και να υποκαθιστούν την ΑΔΑΕ κατά την άσκηση των ως άνω αρμοδιοτήτων της».
Ψήφισμα ΕΑΝΔΑ
Mετά τους Συνταγματολόγους, την σκυτάλη της σκληρής κριτικής προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου παίρνει και η Ένωση Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων, μία πολυπληθής ένωση νέων επιστημόνων της νομικής επιστήμης.
Το ψήφισμα έχει ως εξής:
Οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, σύμφωνα με τα οικεία άρθρα του Ελληνικού Συντάγματος (πρβλ. Σ άρθ. 101Α, 56 παρ. 3 περ. β), 19 παρ. 2 κλπ), έχουν ως αποστολή τη ρύθμιση, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ασκείται, προστατεύεται, εκδηλώνεται και περιορίζεται ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, το οποίο ο ίδιος ο -αναθεωρητικός εν προκειμένω-νομοθέτης κρίνει τόσο πολύ άξιο προστασίας που θεωρεί ότι η παραδοσιακή Διοίκηση δεν μπορεί να το ρυθμίσει αποτελεσματικά.
Γι’ αυτό το λόγο συγκροτούνται ειδικές Αρχές, τα μέλη των οποίων απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας -έχουν δηλαδή τα εχέγγυα του δικαστή- ακριβώς διότι το έργο τους κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας είναι τις περισσότερες φορές συγκρουσιακό με την εκτελεστική εξουσία και ο ιεραρχικός έλεγχος από τον εκάστοτε πολιτικό προϊστάμενο υπουργό δεν θα επέτρεπε την ομαλή λειτουργία τους.
Μόνο έτσι, όμως, μπορούν οι Αρχές αυτές να επιτελέσουν το δύσκολο και πολυσχιδές έργο με το οποίο είναι επιφορτισμένες.
Το σπουδαιότερο δε εξ αυτών είναι να επέμβουν όταν το δικαίωμα που καλούνται να ρυθμίσουν καταπατάται ασύστολα.
Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, σύμφωνα με το αρ. 19 του Συντάγματος, ως Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή, ρυθμίζει την προστασία του απολύτως απαραβίαστου δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών.
Ένα δικαίωμα που υπερυψώθηκε σε συνταγματικής περιωπής διάταξη ήδη από το Σύνταγμα του 1844 και ένα δικαίωμα που στάθηκε η αφορμή για την καθιέρωση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων στην χώρα μας με την ιστορική απόφαση 169/1893ΑΠ, μετά την αγόρευση ενός σπουδαίου Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Δημ. Τζιβανόπουλου.
Είναι σαφές ότι ερμηνεύοντας, ως οφείλει οποιοσδήποτε νομικός, το νόμο σύμφωνα με το Σύνταγμα -και όχι το αντίστροφο ή σύμφωνα με τις προσωπικές πεποιθήσεις και φιλοδοξίες- κανένα όργανο σε όποια από τις τρεις λειτουργίες και εάν ανήκει δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ΑΔΑΕ κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, ούτε να περιορίσει, να θέσει υπό την άδεια του ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να παρεμποδίσει άλλα δημόσια ή ιδιωτικά νομικά ή φυσικά πρόσωπα να συνεργαστούν με την ΑΔΑΕ, ώστε η τελευταία να επιτύχει την αποστολή της.
Κανένα όργανο, επίσης, δεν μπορεί να ασκήσει επί των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών οιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου ή προληπτικής εποπτείας (εντολή, κατευθυντήρια ερμηνευτική οδηγία κ.λ.π.).
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές είναι ανέλεγκτες.
Οι πράξεις και οι παραλείψεις τους υπόκεινται στον έλεγχο των αρμόδιων δικαστηρίων.
Η επέμβαση, επομένως, ακόμα και με τη μορφή γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του ΑΠ στο έργο της ΑΔΑΕ, επικαλούμενος την αρμοδιότητά του να εκδίδει γνωμοδοτήσεις επί «νομικών ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος», η οποία καμία απολύτως νομική δέσμευση δεν παράγει, εκτός και εάν ξαφνικά εκτός από τις δικαιοδοτικές αποφάσεις των δικαστηρίων αρχίζουν να δεσμεύουν και οι γνώμες, είναι προδήλως αντισυνταγματική και αντίθετη στις αρχές της νομιμότητας και της διάκρισης των λειτουργών, του θεμέλιου λίθου του Κράτους Δικαίου. Συνεπώς, δεν μπορούμε παρά να μην εκφράσουμε τον βαθύτατο προβληματισμό μας και την ανησυχία μας για την στάση που επέδειξε ο Εισαγγελέας του ΑΠ κ. Ισίδωρος Ντογιάκος, ιδίως όσον αφορά το κομμάτι των απειλών για βαρύτατες ποινικές κυρώσεις κατά των μελών της ΑΔΑΕ αν ασκήσουν τα καθήκοντα τους.
Τέλος, η Ένωση Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών προσβλέπει σε ένα κράτος δικαίου, το οποίο προστατεύει και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, σέβεται την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και εφαρμόζει αποτελεσματικά το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν σε αυτό. Προς τούτο δε, ελπίζουμε ότι στην επικείμενη συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων για την επιλογή των τριών μελών της ΑΔΑΕ, των οποίων η θητεία έχει λήξει, θα πλαισιώσουν τον Πρόεδρο της Αρχής μέλη εξίσου ικανά, ατρόμητα με θεσμικό κύρος και δημοκρατικά αντανακλαστικά.
Ευάγγελος Βενιζέλος για γνωμοδότηση Ντογιάκου: Υπέρβαση αρμοδιότητας
Την ελπίδα ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη γνωμοδότησή του εξέφρασε ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Με αφορμή τη γνωμοδότηση, ο κ. Βενιζέλος αναφέρεται σε σχόλιο του στη σχέση εισαγγελικών και ανεξάρτητων αρχών και στο σεβασμό ή παραβίαση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου.
Ειδικότερα, ο κ. Βενιζέλος αναφέρει: «Έχω την ελπίδα ότι ένας ευφυής, έμπειρος και εγκρατής νομικός με τη διαδρομή και την ικανότητα αντίστασης στις προσβολές της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που διαθέτει ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη Γνωμοδότηση. Προσωπικά θα ήμουν πολύ ικανοποιημένος αν διάβαζα ή άκουγα επιχειρήματα που αποδεικνύουν ότι δεν κατανοήθηκε ορθά η γνωμοδότηση και ότι δεν υποστηρίζει θέσεις όπως αυτές που κατέστησαν αντικείμενο της επιστημονικής κριτικής και του νομικού σχολιασμού που προηγήθηκε».
Όπως σημείωσε «οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις και τις συγκυριακές επιλογές του κοινού νομοθέτη. Αυτό είναι το νόημα και η κανονιστική εισφορά της συνταγματικής κατοχύρωσής τους. Το ίδιο ισχύει και για τις προβλεπόμενες στο Δίκαιο της ΕΕ αρχές».
Και τόνισε: «Από την εισαγωγή του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών στο Σύνταγμα με την Αναθεώρηση του 2001 έως σήμερα οι εισαγγελικές αρχές τις αντιμετώπισαν με δυσπιστία ή και ανοικτή εχθρότητα. Αυτό εκδηλώθηκε ιδίως στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών