Η εικονικότητα αποτελεί έναν εκ των βασικών αιτιών ακύρωσης μίας δικαιοπραξίας, γεγονός που αποτελεί λογικό επακόλουθο όταν πρόκειται για μία “δικαιοπραξία-καμουφλάζ”, της οποίας το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα δεν είναι ορατό με την πρώτη ανάγνωση
Η ακύρωση μίας δικαιοπραξίας στον νομικό κόσμο επαναφέρει τη βούληση των δικαιοπρακτούντων στο σημείο μηδέν. Το επιδιωκόμενο έννομο συμφέρον στην πραγματικότητα δεν εκπληρούται, δεν υφίστανται έννομα αποτελέσματα και η δικαιοπραξία θεωρείται ως μη γενόμενη. Η εικονικότητα αποτελεί έναν εκ των βασικών αιτιών ακύρωσης μίας δικαιοπραξίας, γεγονός που αποτελεί λογικό επακόλουθο όταν πρόκειται για μία “δικαιοπραξία-καμουφλάζ”, της οποίας το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα δεν είναι ορατό με την πρώτη ανάγνωση.
Το γεγονός αυτό ερείδεται στο άρθρο 138 του Αστικού Κώδικα, το οποίο συγκεκριμένα αναφέρει: “η δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη.”. Η διάταξη αυτή που ορίζει την έννοια της εικονικότητας και ταυτόχρονα προβλέπει τις έννομες συνέπειες της αφορά αφενός σε συμβάσεις, στις οποίες υπάρχουν περισσότεροι του ενός δικαιοπρακτούντες, αλλά και σε μονομερείς απευθυντέες δικαιοπραξίες, όπως η διαθήκη. Ωστόσο, στην πρώτη περίπτωση, τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να γνωρίζουν ότι η συναφθείσα σύμβαση θα είναι εικονική και δεν θα παράγει τα έννομα αποτελέσματα της. Η γνώση του αντισυμβαλλομένου κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης ότι δεν πρόκειται στην πραγματικότητα να συντελεστεί καμία νομική μεταβολή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επέλθει ακυρότητα. Διαφορετικά, ο αντισυμβαλλόμενος προστατεύεται από την ΑΚ139, όπως και κάθε τρίτος που συναλλάχθηκε αγνοώντας την εικονικότητα. Η άγνοια, λοιπόν, δεν συνεπάγεται ακυρότητα για τους καλόπιστους, αντίθετα απόλυτη εγκυρότητα.
Ως έννοια η εικονικότητα διακρίνεται σε απόλυτη και σχετική. Η μεν απόλυτη αφορά σε περιπτώσεις που η καταρτιζόμενη εικονική δικαιοπραξία δεν συγκαλύπτει κάποια διαφορετική δικαιοπραξία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της σχετικής. Η απόλυτη εικονικότητα επιδιώκει να δώσει την εντύπωση μεταβολής της προτέρας έννομης κατάστασης, ενώ στην πραγματικότητα δεν συντελείται καμία νομική αλλαγή. Η δε σχετική λειτουργεί ως προκάλυψη κάποιου άλλου είδους δικαιοπραξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιπτώσεις στις οποίες μία σύμβαση πώλησης καταρτίζεται εικονικά, ενώ υποκρύπτεται μια δωρεά.
Εισχωρώντας περισσότερο στην ανατομία της περί ης ο λόγος έννοιας, η σχετική εικονικότητα διακρίνεται περαιτέρω σε πλήρη και μερική. Η πλήρης αφορά σε όλο το εύρος της δικαιοπραξίας, δηλαδή ολόκληρο το περιεχόμενο της είναι εικονικό. Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο με την μερική που η εικονικότητα περιορίζεται σε κάποιον συγκεκριμένο όρο, ενώ το υπόλοιπο περιεχόμενο δεν είναι εικονικά καταρτισμένο, αντιθέτως αποσκοπεί στα έννομα αποτελέσματα της εκάστοτε καταρτιζόμενης δικαιοπραξίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων αποτελεί η εικονικότητα ως προς το πρόσωπο (η οποία διακρίνεται σαφώς από την αντιπροσώπευση) και η εικονικότητα ως προς το τίμημα.
Η έννομη συνέπεια της εικονικότητας και ο αντίκτυπος αυτής στον νομικό κόσμο είναι, όπως προαναφέρθηκε, η ακυρότητα. Επομένως, η δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην καταρτίστηκε ποτέ, όπως ορίστηκε από την ΑΚ 180. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν κρίνεται απαραίτητο να γνωστοποιηθούν τα αίτια που η δικαιοπραξία καταρτίστηκε εικονικά, καθώς η ακυρότητα θα επέλθει ούτως ή άλλως και μάλιστα αυτοδικαίως με βασική προϋπόθεση τον δόλο του υποκειμένου. Ποιοι όμως μπορούν να την επικαλεστούν; Αρχικά, όσοι μετείχαν στην κατάρτιση της, δηλαδή τα συμβαλλόμενα μέρη καθώς και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι τους. Επίσης, δικαίωμα να την επικαλεστούν έχουν και όποια τρίτα πρόσωπα έχουν έννομο συμφέρον .
Κρίνεται σκόπιμο να τονισθεί ότι η ακυρότητα εκτείνεται στα σημεία που υφίσταται εικονικότητα. Αυτό σημαίνει πως όταν η εικονικότητα είναι πλήρης η δικαιοπραξία θα είναι εξ ολοκλήρου άκυρη. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στις περιπτώσεις που υπάρχει μερική εικονικότητα. Τότε, η ακυρότητα θα αφορά στους όρους εκείνους που καταρτίστηκαν εικονικά, δηλαδή στην περίπτωση της εικονικής πώλησης ως προς το τίμημα, η ακυρότητα θα επέλθει μόνο ως προς το τίμημα ενώ η σύμβαση της πωλήσεως αυτή καθ’ αυτή θα είναι νομίμως έγκυρη ως προς το αναγραφόμενο όμως τίμημα. Εάν ο αγοραστής καταβάλλει μεγαλύτερο τίμημα του αναγραφομένου έχει αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, η εικονικότητα βαρύνει τη δικαιοπραξία, πράγμα το οποίο αποτελεί λογικό επακόλουθο ενός ελαττώματος που ῾῾παραπλανά῾῾ τον νομικό κόσμο. Άλλωστε, η εικονικότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί κατά μία άποψη ως κατάχρηση της αρχής ιδιωτικής αυτονομίας και κατ ‘επέκταση της συμβατικής ελευθερίας, αφού οι ιδιώτες την χρησιμοποιούν παραπλανώντας ουσιαστικά την έννομη τάξη που με τις αρχές αυτές τους ευεργέτησε. Επομένως, με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης εξασφαλίζει την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία των έννομων σχέσεων.
Από την: Άννα Μαρία Θεοδώρου, προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νομικός Παλμός
www.bankingnews.gr
Το γεγονός αυτό ερείδεται στο άρθρο 138 του Αστικού Κώδικα, το οποίο συγκεκριμένα αναφέρει: “η δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη.”. Η διάταξη αυτή που ορίζει την έννοια της εικονικότητας και ταυτόχρονα προβλέπει τις έννομες συνέπειες της αφορά αφενός σε συμβάσεις, στις οποίες υπάρχουν περισσότεροι του ενός δικαιοπρακτούντες, αλλά και σε μονομερείς απευθυντέες δικαιοπραξίες, όπως η διαθήκη. Ωστόσο, στην πρώτη περίπτωση, τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να γνωρίζουν ότι η συναφθείσα σύμβαση θα είναι εικονική και δεν θα παράγει τα έννομα αποτελέσματα της. Η γνώση του αντισυμβαλλομένου κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης ότι δεν πρόκειται στην πραγματικότητα να συντελεστεί καμία νομική μεταβολή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επέλθει ακυρότητα. Διαφορετικά, ο αντισυμβαλλόμενος προστατεύεται από την ΑΚ139, όπως και κάθε τρίτος που συναλλάχθηκε αγνοώντας την εικονικότητα. Η άγνοια, λοιπόν, δεν συνεπάγεται ακυρότητα για τους καλόπιστους, αντίθετα απόλυτη εγκυρότητα.
Ως έννοια η εικονικότητα διακρίνεται σε απόλυτη και σχετική. Η μεν απόλυτη αφορά σε περιπτώσεις που η καταρτιζόμενη εικονική δικαιοπραξία δεν συγκαλύπτει κάποια διαφορετική δικαιοπραξία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της σχετικής. Η απόλυτη εικονικότητα επιδιώκει να δώσει την εντύπωση μεταβολής της προτέρας έννομης κατάστασης, ενώ στην πραγματικότητα δεν συντελείται καμία νομική αλλαγή. Η δε σχετική λειτουργεί ως προκάλυψη κάποιου άλλου είδους δικαιοπραξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιπτώσεις στις οποίες μία σύμβαση πώλησης καταρτίζεται εικονικά, ενώ υποκρύπτεται μια δωρεά.
Εισχωρώντας περισσότερο στην ανατομία της περί ης ο λόγος έννοιας, η σχετική εικονικότητα διακρίνεται περαιτέρω σε πλήρη και μερική. Η πλήρης αφορά σε όλο το εύρος της δικαιοπραξίας, δηλαδή ολόκληρο το περιεχόμενο της είναι εικονικό. Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο με την μερική που η εικονικότητα περιορίζεται σε κάποιον συγκεκριμένο όρο, ενώ το υπόλοιπο περιεχόμενο δεν είναι εικονικά καταρτισμένο, αντιθέτως αποσκοπεί στα έννομα αποτελέσματα της εκάστοτε καταρτιζόμενης δικαιοπραξίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων αποτελεί η εικονικότητα ως προς το πρόσωπο (η οποία διακρίνεται σαφώς από την αντιπροσώπευση) και η εικονικότητα ως προς το τίμημα.
Η έννομη συνέπεια της εικονικότητας και ο αντίκτυπος αυτής στον νομικό κόσμο είναι, όπως προαναφέρθηκε, η ακυρότητα. Επομένως, η δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην καταρτίστηκε ποτέ, όπως ορίστηκε από την ΑΚ 180. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν κρίνεται απαραίτητο να γνωστοποιηθούν τα αίτια που η δικαιοπραξία καταρτίστηκε εικονικά, καθώς η ακυρότητα θα επέλθει ούτως ή άλλως και μάλιστα αυτοδικαίως με βασική προϋπόθεση τον δόλο του υποκειμένου. Ποιοι όμως μπορούν να την επικαλεστούν; Αρχικά, όσοι μετείχαν στην κατάρτιση της, δηλαδή τα συμβαλλόμενα μέρη καθώς και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι τους. Επίσης, δικαίωμα να την επικαλεστούν έχουν και όποια τρίτα πρόσωπα έχουν έννομο συμφέρον .
Κρίνεται σκόπιμο να τονισθεί ότι η ακυρότητα εκτείνεται στα σημεία που υφίσταται εικονικότητα. Αυτό σημαίνει πως όταν η εικονικότητα είναι πλήρης η δικαιοπραξία θα είναι εξ ολοκλήρου άκυρη. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στις περιπτώσεις που υπάρχει μερική εικονικότητα. Τότε, η ακυρότητα θα αφορά στους όρους εκείνους που καταρτίστηκαν εικονικά, δηλαδή στην περίπτωση της εικονικής πώλησης ως προς το τίμημα, η ακυρότητα θα επέλθει μόνο ως προς το τίμημα ενώ η σύμβαση της πωλήσεως αυτή καθ’ αυτή θα είναι νομίμως έγκυρη ως προς το αναγραφόμενο όμως τίμημα. Εάν ο αγοραστής καταβάλλει μεγαλύτερο τίμημα του αναγραφομένου έχει αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, η εικονικότητα βαρύνει τη δικαιοπραξία, πράγμα το οποίο αποτελεί λογικό επακόλουθο ενός ελαττώματος που ῾῾παραπλανά῾῾ τον νομικό κόσμο. Άλλωστε, η εικονικότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί κατά μία άποψη ως κατάχρηση της αρχής ιδιωτικής αυτονομίας και κατ ‘επέκταση της συμβατικής ελευθερίας, αφού οι ιδιώτες την χρησιμοποιούν παραπλανώντας ουσιαστικά την έννομη τάξη που με τις αρχές αυτές τους ευεργέτησε. Επομένως, με τις διατάξεις αυτές ο νομοθέτης εξασφαλίζει την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία των έννομων σχέσεων.
Από την: Άννα Μαρία Θεοδώρου, προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νομικός Παλμός
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών