1ος πρόσθετος λόγος ακυρώσεως
Αντίθεση των προσβαλλόμενων πράξεων στις ΣτΕ 1781/2024 επταμ., 922/2023 επταμ., 1789/2023, 547/2008 επταμ., 1318/2009, 211/2006 678/2005 Ολομ., 1958/2000 Ολομ.,1260/1995 Ολομ.).
Αντίθεση στο άρθρο 16 Συντάγματος.
1. Η νομολογία του Δικαστηρίου Σας κατά την ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος έχει κρίνει τα ακόλουθα:
2. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, και από καθηγητές που απολαμβάνουν των ειδικών εγγυήσεων, κατά την παράγραφο 6, απαγορεύεται δε απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες.
3. Ο συντακτικός νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ιδιαίτερη φύση και αποστολή της εκπαίδευσης αυτής, όσο και τη συνεχώς αυξανόμενη σπουδαιότητά της στη σύγχρονη ζωή, όρισε ότι η εκπαίδευση παρέχεται, από το Κράτος, σε όλες τις βαθμίδες της, ώστε να ικανοποιείται, και το προβλεπόμενο στην παράγραφο 4 κοινωνικό δικαίωμα στην εκπαίδευση και η βασική αποστολή των ΑΕΙ, ήτοι η καλλιέργεια της επιστήμης, που αναλύεται σε έρευνα και διδασκαλία.
4. Στην επίμαχη περίπτωση, όπως αναλυτικώς περιγράφεται και στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, οι προσβαλλόμενες πράξεις και οι διατάξεις που αυτή ερείδεται εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 του Συντάγματος. Υπ. αυτά τα δεδομένα, οι διατάξεις του ν. 5094/2024 δυνάμει των οποίων εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες αντίκεινται σε συγκεκριμένες λέξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος:
(α) «η εκπαίδευση», «δωρεάν», «παιδείας», «σε όλες τις βαθμίδες της» (άρθρο 16 παρ, 4 του Συντ.).
(β) «η ανώτατη εκπαίδευση», «παρέχεται», «αποκλειστικά», «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου», «με πλήρη αυτοδιοίκηση» (άρθρο 16 παρ. 5 του Συντ.).
(γ) «οι καθηγητές», «δημόσιοι λειτουργοί» (άρθρο 16 παρ. 6 του Συντ.).
(δ) «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.» (άρθρο 16 παρ. 8 του Συντ.).
5. Των ανωτέρω παρέπεται ότι η γραμματική ερμηνεία είναι το όριο για την προσφυγή στην λοιπές μεθόδους ερμηνείας του δικαίου.
6. Συνεπώς, δεδομένου ότι κατά την αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 16 του Συντάγματος, η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται από ν.π.δ.δ., ο νόμος 5094/2024 και οι επ’ αυτού ερειδόμενες προσβαλλόμενες πράξεις καθ’ ο μέρος προβλέπουν τη σύσταση, τη λειτουργία και την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από τα ΝΠΠΕ, είναι αντισυνταγματικές.
7. Εν προκειμένω, ειδική αναφορά αξίζει στο άρθρο 153 παρ. 1 του ν. 5094/2024 όπου, όπως προαναφέρθηκε, προβλέπεται διαφορετικός τρόπος επιλογής και εξέλιξης των καθηγητών των ΝΠΠΕ σε σχέση με το τρόπο με τον οποίο εκλέγονται και εξελίσσονται οι καθηγητές των δημοσίων ΑΕΙ.
8. Αναλυτικότερα, στο άρθρο 153 παρ. 1 του ν. 5094/2023 ορίζεται ότι «δεν είναι απαραίτητη η κατοχή διδακτορικού διπλώματος για μέλη διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, αν η προς πλήρωση θέση αφορά σε γνωστικό αντικείμενο εξαιρετικής και αδιαμφισβήτητης ιδιαιτερότητας, για τα οποία δεν είναι δυνατή ή συνήθης η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής κατά τους κανόνες της οικείας τέχνης ή επιστήμης.». Αυτή η δυνατότητα δεν υφίσταται για τους καθηγητές των δημοσίων ΑΕΙ και έρχεται σε αντίθεση με την παρ. 2, 5, 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος δεδομένου ότι είναι αδύνατη η εκπλήρωση της βασικής αποστολής των ΑΕΙ, εάν σε αυτά διδάσκουν καθηγητές δίχως τις απαραίτητες περγαμηνές και δίχως την τήρηση των εγγυήσεων που απολαμβάνουν ως δημόσιοι λειτουργοί.
9. Τούτων δοθέντων, ο νόμος 5094/2024 και οι επ’ αυτού ερειδόμενες προσβαλλόμενες πράξεις καθ’ ο μέρος προβλέπουν τη σύσταση, τη λειτουργία και την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από τα ΝΠΠΕ, είναι αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου ακυρωτέες από το Δικαστήριο Σας.
2ος πρόσθετος λόγος ακυρώσεως. Αντίθεση των προσβαλλόμενων πράξεων στο άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος. Αντίθεση στην λέξη «παρέχεται».
10. Όπως αναλυτικώς εκτίθεται στον στον 1ο και 2ο λόγο ακυρώσεως στο εισαγωγικό δικόγραφο, το άρθρο 16 του Συντάγματος ρητώς απαγορεύει την ίδρυση και τη σύσταση ιδιωτικών ΑΕΙ από ιδιώτες εκθέτοντας όλους τους λόγους για τους οποίους τούτο απαγορεύεται.
11. Με τον παρόντα παρόντα πρόσθετο λόγο προβάλλουμε ότι, για την ταυτότητα των προβαλλόμενων με το εισαγωγικό δικόγραφο λόγων ακυρώσεως, απαγορεύεται ρητώς και η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από Ιδιωτικά ΑΕΙ στην χώρα μας. Η χορήγηση αυτής της δυνατότητας στα ιδιωτικά ΑΕΙ, αντίκειται ρητώς στη λέξη «παρέχεται» του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος. |
12. Το γεγονός ότι τα ΝΠΠΕ παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση προκύπτει σαφώς και από τα άρθρα 133 παρ. 1 και 144 παρ. 1 του ν. 5094/2024. Στις προαναφερθείσες διατάξεις κυριαρχεί η λέξη «παροχή». Η έννοια της παροχής συνδυάζεται και με την έκδοση της διοικητικής πράξης. Με άλλες λέξεις, το ΝΠΠΕ χορηγεί τον τίτλο σπουδών. Δεν πιστοποιεί βεβαιωτικώς τον ξένο τίτλο σπουδών. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα έχουν ρητώς καταγραφεί στον 1οκαι 2ολόγο ακυρώσεως του εισαγωγικού δικογράφου.
13. Για λόγους πληρότητας του παρόντος δικογράφου, παρατίθενται οι δέκα λόγοι για τους οποίους τα ΝΠΕΕ προ προβλέπονται στο ν. 5094/2024 παρέχουν ευθέως ανώτατη εκπαίδευση κατά παράβαση του άρθρου 16 του Συντάγματος με συνέπεια να εντάσσεται ο ν. 5094/2024 στο πεδίο εφαρμογής του αποκλειομένης κάθε άλλης διατάξεως.:
14. Πρώτον, με το άρθρο 132 περ. ε) του ν. 5094/2024, ανατέθηκε σε αυτά τα ίδια τα ΝΠΠΕ η αρμοδιότητα της παροχής όλων των προβλεπόμενων υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης δια της προσφοράς προγραμμάτων σπουδών τα οποία αναγνωρίζονται απλώς από τα μητρικά ιδρύματα (περ. δ) άρθρου 132 του ν. 5094/2024) πλην όμως παρέχονται, στο σύνολό τους από τα εγχώρια ΝΠΠΕ και πιστοποιούνται από την
Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (εφεξής: ΕΘΑΑΕ)
Υπό την έννοια αυτή, τα (εγχώρια) ΝΠΠΕ αναλαμβάνουν το σύνολο των ουσιαστικών καθηκόντων, με τα μητρικά ιδρύματα του εξωτερικού να περιορίζονται απλώς στην άσκηση αμιγώς τυπικών αρμοδιοτήτων «αναγνώρισης» των παρεχομένων υπηρεσιών και προγραμμάτων σπουδών.
15. Δεύτερον, με τη διάταξη του άρθρου 133 του ν. 5094/2024 καθιερώνεται το πλαίσιο των αποστολών που αναλαμβάνουν τα ΝΠΠΕ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, τα ΝΠΠΕ αναλαμβάνουν την υποχρεώση να προσφέρουν υψηλής ποιότητας ανώτατη εκπαίδευση καθώς και την υποχρέωση να παρέχουν και να οργανώνουν προγράμματα σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης. Και πάλι, δηλαδή, όπως στην περίπτωση του άρθρου 132 περ. ε) του ν. 5094/2024, οι ουσιαστικές αρμοδιότητες παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης ανατίθενται από τον νομοθέτη απευθείας στα ΝΠΠΕ και όχι στα μητρικά ιδρύματα χωρών του εξωτερικού.
16. Τρίτον, με το άρθρο 135 του ν. 5094/2024, ο νομοθέτης επιφυλάσσει εξαιρετικά ευρύ βαθμός αυτοτέλειας για τα ΝΠΠΕ, στη σχέση τους με τα μητρικά ιδρύματα, ιδίως ως προς τις μεθόδους και τα μέσα άσκησης των αναγκαίων αρμοδιοτήτων διοίκησης. Ειδικότερα, από τη διατύπωση της προτεινόμενης διάταξης του άρθρου 135 του ν. 5094/2024, προκύπτει σαφώς ότι ο ρόλος του μητρικού ιδρύματος στη διοίκηση των ΝΠΠΕ είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Και τούτο, διότι ναι μεν το Διοικητικό Συμβούλιο των τελευταίων εγκρίνεται από το μητρικό ίδρυμα, ωστόσο η έγκριση αυτή λαμβάνει χώρα άπαξ και έκτοτε, η σύγκληση, η συγκρότηση, η λειτουργία και οι αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου καθορίζονται από το καταστατικό του ΝΠΠΕ, όπως αυτό ερμηνεύεται, εφαρμόζεται και τροποποιείται απευθείας από τα όργανα του τελευταίου. Πρόκειται, κατ´ουσίαν, για ένα κανονιστικό πλαίσιο μέσω του οποίου, από την έγκριση του καταστατικού και εντεύθεν, το μητρικό ίδρυμα αποξενώνεται των αρμοδιοτήτων διοίκησης του εκπαιδευτικού ιδρύματος με τις τελευταίες να ασκούνται εν τοις πράγμασι και συνολικά από το υπό ίδρυση ΝΠΠΕ.
17. Τέταρτον, από το άρθρο 136 του ν. 5094/2024 προκύπτει σαφώς ότι η εποπτική σχέση που καθιερώνεται αφορά αποκλειστικά το Κράτος (μέσω του Υπουργείου Παιδείας) και τα ΝΠΠΕ ενώ ουδόλως σχετίζεται με τα μητρικά ιδρύματα, για τα οποία καμία πρόνοια εποπτείας δεν υφίσταται στην κείμενη νομοθεσία. Τουτέστιν, τα ΝΠΠΕ υπόκεινται, εξ απόψεως εποπτείας, στο ίδιο κανονιστικό πλαίσιο με εκείνο που διέπει τα δημόσια ΑΕΙ, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κατ’ αρχήν ρόλος που τους ανατίθεται από τον νομοθέτη είναι, επίσης, πανομοιότυπος και άρα χρήζει της ίδιας αντιμετώπισης σε επίπεδο εφαρμογής των αντίστοιχων κανόνων του Συντάγματος.
18. Πέμπτον, με τη διάταξη του άρθρου 137 του ν. 5094/2024 καταλείπεται εξαιρετικά διευρυμένη αυτοτέλεια και ευχέρεια δράσης στα ΝΠΠΕ στη σχέση τους με τα μητρικά ιδρύματα, δεδομένου ότι ο έλεγχος τον οποίον ασκούν τα μητρικά ιδρύματα επί των ΝΠΠΕ όχι μόνον δεν προσδιορίζεται νομοθετικά, αλλά πολύ περισσότερο, προσδιορίζεται με βάση είτε την πλειοψηφική συμμετοχή του μητρικού ιδρύματος στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΝΠΠΕ είτε τη σύναψη «εκπαιδευτικής συμφωνίας» μεταξύ του τελευταίου και του μητρικού ιδρύματος (βλ. περ. α) του άρθρου 137 του ν. 5094/2024). Υπό την έννοια αυτή, και από τη συγκεκριμένη διάταξη προκύπτει ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης δεν παρέχονται απευθείας από τα μητρικά ιδρύματα (με την αξιοποίηση του ΝΠΠΕ) αφού αν ήθελε γίνει δεκτή αυτή η άποψη τότε αυτονοήτως το μητρικό ίδρυμα θα έπρεπε να διαθέτει ιδιαίτερα διευρυμένη εξουσία εποπτείας επί του υπό ίδρυση ΝΠΠΕ, προκειμένου να καθορίζει τους όρους και το πλαίσιο λειτουργίας του τελευταίου.
19. Έκτον, από την ίδια, ως άνω, διάταξη του άρθρου 137 του ν. 5094/2024 (βλ. περ. γ)), προκύπτει η εξαιρετικά ευρεία ευχέρεια του ΝΠΠΕ να επιλέγει και να καθορίζει αυτό το ίδιο το είδος και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών, χωρίς την οποιαδήποτε εμπλοκή του μητρικού ιδρύματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη τα προγράμματα σπουδών παρέχονται απευθείας από τα ΝΠΠΕ και τελούν υπό την προϋπόθεση, απλώς, της αναγνώρισης από τα συνεργαζόμενα μητρικά ιδρύματα του εξωτερικού. Ταυτόχρονα, η ΕΘΑΑΕ, διατηρεί την αρμοδιότητα πιστοποίησης και αξιολόγησης των παρεχόμενων αυτών προγραμμάτων (βλ. άρθρο 145 παρ. 4 του ν. 5094/2024). Και από την επίμαχη διάταξη, λοιπόν, καθίσταται σαφής ο αυτοτελής (ουσιαστικός) ρόλος που επιτελούν τα ΝΠΠΕ σε αντίθεση με τον συμπληρωματικό (τυπικό) ρόλο που επιτελούν, στην πραγματικότητα, τα μητρικά ιδρύματα.
20. Έβδομον, από το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 139 του ν. 5094/2024 καθίσταται σαφές ότι οι αρμοδιότητες του μητρικού ιδρύματος σε σχέση με τη διαδικασία λήψης της απαιτούμενης άδειας εγκατάστασης είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Και τούτο, διότι το μητρικό ίδρυμα, αναλαμβάνει απλώς την υποχρεώση υποβολής της αίτησης σε αρχικό στάδιο ενώ δεν έχει καμία αρμοδιότητα στο χρονικό σημείο που έπεται της χορήγησης της άδειας. Τούτο, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 1 του ν. 5094/2024, με την οποία το ΝΠΠΕ αποκτά το δικαίωμα να μεταβάλει όρους που μπορεί να σχετίζονται ακόμη και με τα δομικά στοιχεία λειτουργίας του εκπαιδευτικού ιδρύματος και στη διαμόρφωση των οποίων το μητρικό ίδρυμα θα όφειλε, κατ' αρχήν, να διαθέτει ορισμένο ρόλο.
21. Όγδοον, με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 146 του ν. 5094/2024 καθιερώνεται το σύστημα χορήγησης τίτλων σπουδών στους αποφοίτους των προγραμμάτων σπουδών που παρέχονται από τα ΝΠΠΕ. Στις εν λόγω διατάξεις προβλέπεται σαφώς ότι η χορήγηση του τίτλου σπουδών λαμβάνει χώρα απευθείας από το ΝΠΠΕ, χωρίς καμία περαιτέρω (ουσιαστική) ανάμειξη του μητρικού ιδρύματος. Υπό την έννοια αυτή, η χορήγηση του τίτλου σπουδών είναι αποτέλεσμα της σύμπραξης μεταξύ του ΝΠΠΕ το οποίο προβαίνει στην έκδοση της διοικητικής πράξης χορήγησης του εκάστοτε τίτλου σπουδών, από τη μια, και της διοίκησης, από την άλλη, η οποία αναλαμβάνει την νομική υποχρέωση να αναγνωρίζει τον χορηγηθέντα τίτλο σπουδών, χωρίς να απαιτείται η έκδοση οποιασδήποτε επιπλέον διοικητικής πράξης προς τον σκοπό αυτό. Έτσι, και σε σχέση με το ζήτημα της χορήγησης τίτλων σπουδών, ο νομοθέτης επιφυλάσσει όλες τις σχετικές αρμοδιότητες για τα (εγχώρια) ΝΠΠΕ και το Κράτος, αποκλείοντας τα μητρικά ιδρύματα από τις σχετικές διαδικασίες.
22. Ένατον, με την παρ. 2 του άρθρου 147 του ν. 5094/2024 καθιερώνονται το πρώτον οι γενικές προϋποθέσεις εισαγωγής στα ΝΠΠΕ κατά τρόπο ιδιαίτερα αναλυτικό και λεπτομερή. Και πάλι, η καθιέρωση του πλαισίου εισαγωγής γίνεται κατ’ αποκλεισμό της αποφασιστικής αρμοδιότητας των μητρικών ιδρυμάτων και κατά τρόπο που καθιστά σαφές ότι η ευθύνη πραγματικής παροχής των υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης δεν ανήκει σε αυτά τα ίδια αλλά, κατ’ ουσίαν στα ΝΠΠΕ, εντός του πλαισίου που χαράσσεται με την κείμενη νομοθεσία. Με άλλες λέξεις, τα μητρικά ιδρύματα δεν επιτελούν κανένα ρόλο στη διαδικασία καθορισμού του πλαισίου εισαγωγής ήτοι σε μια διαδικασία η οποία είναι, αυτονοήτως, μείζονος σημασίας σε ό,τι αφορά το επίπεδο των υπηρεσιών που αυτά (τα μητρικά ιδρύματα) υποτίθεται καλούνται να παράσχουν.
23. Δέκατον, ο περιορισμένος ρόλος που επιτελούν τα μητρικά ιδρύματα στη διαδικασία της παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης προκύπτει, περαιτέρω, και από τη διάταξη του άρθρου 151 του ν. 5094/2024. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η λειτουργία των ΝΠΠΕ διέπεται από Εσωτερικό Κανονισμό, για την έγκριση του οποίου τα μητρικά ιδρύματα δεν διαδραματίζουν απολύτως κανέναν ουσιαστικό ρόλο, στο μέτρο που αυτός εγκρίνεται με απόφαση της διοίκησης και δη με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, κατόπιν σύμφωνης γνώμης της ΕΘΑΑΕ και απλής γνώμης του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (εφεξής: ΕΟΠΠΕΠ) (βλ. άρθρο 151 παρ. 3 του ν. 5094/2024).
3ος πρόσθετος λόγος ακύρωσης: Αντίθεση των προσβαλλόμενων πράξεων στο άρθρο 16 παρ. 5 και 6 του Συντάγματος. Παράβαση της αρχής της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ και των ειδικών εγγυήσεων που διέπουν τους καθηγητές των ΑΕΙ. Παράβαση της αρχής της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
25. Από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 5 Συντ., συνάγονται τα ακόλουθα:
26. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, απαγορεύεται δε απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών (ΣτΕ 1781/2024 επταμ., 922/2023 επταμ., 547/2008 επταμ., βλ και ΣτΕ 1789/2023, 1318/2009, 211/2006 κ.ά.).
27. Η αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ έχει την έννοια ότι τα τελευταία έχουν την εξουσία των να αποφασίζουν για τις δικές τους υποθέσεις με δικά τους όργανα, τα οποία καθορίζονται μεν από τον κοινό νομοθέτη, απαρτίζονται όμως από πρόσωπα που μετέχουν στην εκπαιδευτική και ερευνητική αποστολή τους, της κρατικής εποπτείας περιοριζομένης μόνον στην άσκηση ελέγχου νομιμότητας των πράξεων των οργάνων αυτών. Η αυτοδιοίκηση περιλαμβάνει προεχόντως το δικαίωμα των Α.Ε.Ι να επιλέγουν με δικά τους όργανα το διδακτικό τους προσωπικό, μέσα όμως στα πλαίσια των γενικών κανόνων οι οποίοι διέπουν την οργάνωση και λειτουργία των ιδρυμάτων αυτών. (πρβλ. ΣτΕ 32/2009).
28. Περαιτέρω, από τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος συνάγεται ότι οι καθηγητές των ΑΕΙ, ως δημόσιοι λειτουργοί δεν δεσμεύονται από ιεραρχικές και υπηρεσιακές διαταγές κατά την άσκηση των ακαδημαϊκών και διοικητικών του καθηκόντων, απολαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Και τούτο, διότι η ανώτατη εκπαίδευση, κατά τα προεκτεθέντα, παρέχεται αποκλειστικώς σε ιδρύματα, υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με πλήρη αυτοδιοίκηση και από καθηγητές που απολαμβάνουν των ειδικών εγγυήσεων, κατά την παράγραφο 6. (πρβλ, ΣτΕ 1781/2024, 246/2006).
29. Στην επίμαχη περίπτωση θίγεται η αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης καθώς και οι ειδικές εγγυήσεις που απολαμβάνουν οι καθηγητές των ΑΕΙ ως δημόσιοι λειτουργοί. Και τούτο, διότι στο άρθρο 152 του ν. 5094/2024 ορίζεται ότι τα ακαδημαϊκό προσωπικό έχει μόνον συμβουλευτικό ρόλο στα πανεπιστημιακά θέματα, (« Το μητρικό ίδρυμα διατηρεί τον αποφασιστικό του ρόλο επί όλων των ακαδημαϊκών ζητημάτων.»). Στο, δε, άρθρο 153 παρ. 5 του αυτού νόμου, ως προς την εκλογή των καθηγητών, ορίζεται ότι το ΝΠΠΕ θα εκλέγει και θα εξελίσσει τους καθηγητές του, αλλά η εκλογή και η εξέλιξη θα εγκρίνεται από το μητρικό ίδρυμα («η επιλογή των μελών του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού του παραρτήματος - Ν.Π.Π.Ε. εγκρίνεται από το μητρικό ίδρυμα και αποστέλλεται στο αρμόδιο Τμήμα προς έλεγχο των προϋποθέσεων της παρ. 1.»).
30. Με άλλες λέξεις, ο αποφασιστικός ρόλος του μητρικού ιδρύματος επί όλων των θεμάτων του ΝΠΠΕ καθώς και η επιφύλαξη εγκρίσεως της εκλογής ή και εξέλιξης των καθηγητών του ΝΠΠΕ από το μητρικό ίδρυμα αντίκειται στο άρθρο 16 παρ. 5 και 6 του Συντάγματος. Πολλώ, δε, μάλλον που στην έννοια της πλήρους αυτοδιοίκησης περιλαμβάνεται το δικαίωμα των ΑΕΙ να εκλέγουν το διδακτικό και ερευνητικό τους προσωπικό με τα δικά τους όργανα δίχως τον έλεγχο κανενός. Η, δε, έγκριση είναι έννοια αντίθετη στην αρχή της αυτοδιοίκησης και στη θεσμική εγγύηση των καθηγητών ως δημοσίων λειτουργών, μη υποκείμενων σε ιεραρχικές διαταγές και σε οποιοδήποτε έλεγχο.
31. Περαιτέρω η παρ. 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος παραβιάζεται και για έναν ακόμη λόγο. Στο άρθρο 153 παρ. 1 του ν. 5094/2024 προβλέπεται διαφορετικός τρόπος επιλογής και εξέλιξης των καθηγητών των ΝΠΠΕ σε σχέση με το τρόπο με τον οποίο εκλέγονται και εξελίσσονται οι καθηγητές των δημοσίων ΑΕΙ. Μάλιστα, προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 153 παρ. 1 του ν. 5094/2023 ότι δεν είναι απαραίτητη η κατοχή διδακτορικού διπλώματος για μέλη διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, αν η προς πλήρωση θέση αφορά σε γνωστικό αντικείμενο εξαιρετικής και αδιαμφισβήτητης ιδιαιτερότητας, για τα οποία δεν είναι δυνατή ή συνήθης η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής κατά τους κανόνες της οικείας τέχνης ή επιστήμης. Αυτή η δυνατότητα δεν υφίσταται για τους καθηγητές των δημοσίων ΑΕΙ και έρχεται σε αντίθεση με την παρ. 2, 5, 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος δεδομένου ότι είναι αδύνατη η εκπλήρωση της βασικής αποστολής των ΑΕΙ, εάν σε αυτά διδάσκουν καθηγητές δίχως τις απαραίτητες περγαμηνές και δίχως την τήρηση των εγγυήσεων που απολαμβάνουν ως δημόσιοι λειτουργοί.
32. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι αποφάσεις στα ΝΠΠΕ θα λαμβάνονται στο πλαίσιο του διευθυντικού δικαιώματος του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού πανεπιστημίου, ήτοι κατά τρόπο αντίθετο στο άρθρο 16 παρ. 5 και 6 του Συντάγματος.
33. Συνεπώς, οι επίμαχες διατάξεις του ν. 5094/2024 τυγχάνουν αντισυνταγματικές, με αποτέλεσμα να καθίστανται παράνομες και ακυρωτέες οι επ’ αυτών ερειδόμενες (ήδη προσβαλλόμενες) κανονιστικές πράξεις.
4ος πρόσθετος λόγος ακυρώσεως: Αντίθεση των προσβαλλόμενων πράξεων στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Παράβαση της αρχής της ισότητας και της αξιοκρατίας.
34. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου Σας, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια. Περαιτέρω, το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας κατά λόγο της προσωπικής του αξίας.
35. Στην προκείμενη περίπτωση, παραβιάζονται η αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας ως προς την πρόσβαση των μαθητών στα ιδιωτικά ΑΕΙ. Και τούτο διότι, στο άρθρο 147 παρ. 2 περ. (α) του ν. 5094/2024 θεσπίζεται ένα όλως διάφορο σύστημα εισαγωγής στα ιδιωτικά πανεπιστήμια σε σχέση με αυτό που ισχύει για τους μαθητές που θα εισαχθούν στα δημόσια πανεπιστήμια.
36. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ. 2 περ. (α) «οι Έλληνες ή αλλοδαποί πολίτες κάτοχοι απολυτηρίου Γενικού Λυκείου (ΓΕ.Λ.) ή Επαγγελματικού Λυκείου (ΕΠΑ.Λ.) με μέσο όρο στα τέσσερα (4) πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα τους μεγαλύτερο ή ίσο με την ελάχιστη βάση εισαγωγής, η οποία προκύπτει από τον μικρότερο εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζομένων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή μηδέν κόμμα οκτώ (0,8) κατά το έτος συμμετοχής τους».
37. Από την επισκόπηση της ανωτέρω διατάξεως σαφώς προκύπτει ότι θα δημιουργηθούν σχολές και τμήματα ΑΕΙ δύο ταχυτήτων. Από τη μία πλευρά οι μαθητές θα εισάγονται στα Δημόσια ΑΕΙ και στη σχολή που επιθυμούν μόνον εάν συγκεντρώσουν την απαραίτητη βαθμολογία και από την άλλη πλευρά οι μαθητές θα εισάγονται στα ΝΠΠΕ εφόσον πληρούν δύο προϋποθέσεις: (α) βαθμό μεγαλύτερο ή ίσο με την ελάχιστη βάση εισαγωγής στα τέσσερα (4) πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα και (β) εφόσον έχουν τα χρήματα προκειμένου να πληρώσουν τα δίδακτρα για τη φοίτηση τους στο εκάστοτε ΝΠΠΕ.
38. Παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα προκειμένου να γίνει πιο εύληπτος ο ως άνω ισχυρισμός:
Σχολές ή Τμήματα των ΑΕΙ. |
Ελάχιστη Βαθμολογία εισαγωγής στα δημόσια ΑΕΙ δια μέσου των πανελληνίων εξετάσεων το 2024 |
Βαθμολογία εισαγωγής στα Ιδιωτικά ΑΕΙ. |
Νομική Σχολή Αθηνών |
18.125 μόρια. |
09.08 μόρια |
Ιατρική Σχολή Αθηνών |
19.000 μόρια |
09,30 μόρια |
Ε.Μ.Π (ηλεκτρολόγων μηχανικών) |
18.820 μόρια |
09,49 μόρια |
39. Κοντολογίς, εάν δύο μαθητές επιθυμούν την εισαγωγή τους στην ίδια σχολή, ο μεν απαιτείται να συγκεντρώσει την απαιτούμενη βαθμολογία προκειμένου να φοιτήσει σε αυτή άλλως δεν θα φοιτήσει σε αυτή, ο δε, για να φοιτήσει στο ΑΕΙ της αρεσκείας του αρκεί να συγκεντρώσει την ελάχιστη βαθμολογία εν συνδυασμώ με τα χρήματα. Συνεπώς, στη μία περίπτωση το κριτήριο είναι αξιοκρατικό (προσωπική αξία) και στην άλλη περίπτωση καθαρά οικονομικό.
40. Σε κάθε περίπτωση, το ανωτέρω σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προσκρούει όχι μόνον στην ανωτέρω συνταγματικής περιωπής αρχές αλλά και στο δημόσιο συμφέρον. Και τούτο διότι, ο κοινός νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίζει την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προσώπων κεκτημένων τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας μέσω συστήματος εισαγωγής, το οποίο στηρίζεται σε γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια και είναι σύμφωνο με τις αρχές της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας εκάστου ανάλογα με την προσωπική αξία και ικανότητά του, δεδομένου, άλλωστε, και ότι μόνο υπό αυτούς τους όρους είναι δυνατή η επίτευξη της αποστολής των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η εύρυθμη λειτουργία τους.
41. Συναφώς, για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν απαιτείται απλά να υφίστανται νόμιμες προϋποθέσεις, αλλά θα πρέπει αυτές οι προϋποθέσεις να διασφαλίζουν ότι θα φοιτούν εκείνοι που έχουν τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της διδασκαλίας που παρέχεται στα ιδρύματα αυτά. Και σίγουρα η απαίτηση αυτή δεν πληρούται με βάση το οικονομικό κριτήριο. (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4137/1990, 2214/1991, 1214/1992, 268/1993, 1969/1994, 1932/2018 επτ.). Και ναι μεν κοινός νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να θεσπίζει σύστημα επιλογής των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά θα πρέπει κατά τη θέσπισή του να διασφαλίζονται η ισότητα των ευκαιριών και ο αξιοκρατικός τρόπος επιλογής των υποψηφίων.
42. Επομένως, όταν ο νομοθέτης δίδει τη δυνατότητα φοίτησης σε πρόσωπα τα οποία αρκεί να έχουν την ελάχιστη βαθμολογία και την οικονομική δυνατότητα, ουδόλως διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα αυτά έχουν τα αναγκαία εφόδια προκειμένου να εκπληρώσουν την βασική αποστολή των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την εύρυθμη λειτουργία τους, ήτοι την η καλλιέργεια της επιστήμης, που αναλύεται σε έρευνα και διδασκαλία.
43. Περαιτέρω η αρχή της ισότητας και της αξιοκρατίας θίγεται και για έναν ακόμη λόγο. Στο άρθρο 153 παρ. 1 του ν. 5094/2024 προβλέπεται διαφορετικός τρόπος επιλογής και εξέλιξης των καθηγητών των ΝΠΠΕ σε σχέση με το τρόπο με τον οποίο εκλέγονται και εξελίσσονται οι καθηγητές των δημοσίων ΑΕΙ. Μάλιστα, προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 153 παρ. 1 του ν. 5094/2023 ότι δεν είναι απαραίτητη η κατοχή διδακτορικού διπλώματος για μέλη διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, αν η προς πλήρωση θέση αφορά σε γνωστικό αντικείμενο εξαιρετικής και αδιαμφισβήτητης ιδιαιτερότητας, για τα οποία δεν είναι δυνατή ή συνήθης η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής κατά τους κανόνες της οικείας τέχνης ή επιστήμης. Αυτή η δυνατότητα δεν υφίσταται για τους καθηγητές των δημοσίων ΑΕΙ.
44. Συνεπώς, η επίμαχη διάταξη του ν. 5094/2024 τυγχάνει αντισυνταγματική για τους ανωτέρω λόγους, με αποτέλεσμα να καθίστανται παράνομες και ακυρωτέες οι επ’ αυτών ερειδόμενες (ήδη προσβαλλόμενες) κανονιστικές πράξεις.
5ος πρόσθετος λόγος: Αντίθεση των προσβαλλόμενων πράξεων στο άρθρο 110 του Συντάγματος.
45. Στο άρθρο 110 του Συντάγματος ορίζεται ο τρόπος με τον οποίο το σύνταγμα αναθεωρείται, ήτοι τον τρόπο με τον οποίο αυτό εξελίσσεται ή και μεταβάλλεται. Εάν επιχειρηθεί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μεταβολή ή και αλλοίωση των διατάξεων του, θα συνιστά ευθεία αντίθεση στο άρθρο 110 του Συντάγματος.
46. Το επιχείρημα, όπως τούτο αναγράφεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 5094/2024, ότι οι διατάξεις του συντάγματος πρέπει να ερμηνεύονται δυναμικά ή και σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή και σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής, ούτως ώστε το τελευταίο να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες μεταβαλλόμενες οικονομικές, κοινωνικές, τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις είναι εσφαλμένο και συνιστά παράβαση του άρθρου 110 του Συντάγματος. Και τούτο διότι, η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του εθνικού δικαίου γίνεται πάντοτε εντός το γράμματος του διατάξεως και όχι εκτός αυτού. Εάν επιλεγεί μια τέτοιου είδους ερμηνεία, αυτή θα συνιστούσε (ανεπίτρεπτη) τελολογική συστολή των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, με την προσθήκη εκτενούς εξαίρεσης από το κανονιστικό (απαγορευτικό) περιεχόμενό τους, με συνέπεια την αναθεώρηση του συντάγματος δια της ερμηνείας του.
47. Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου Σας, η σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία εθνικής διατάξεως νοείται μόνον όταν η ερμηνεία εξακολουθεί να είναι ερμηνεία και δεν μετατρέπεται στην ουσία σε παραποίηση ή διαστρέβλωση της εν λόγω εθνικής διατάξεως. (πρβλ. ΣτΕ 605/2008).
48. Συνεπώς, οι διατάξεις του ν. 5094/2024, δυνάμει των οποίων εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, αντίκεινται άρθρο 16 του Συντάγματος. Και τούτο διότι, η προσαρμογή του Συντάγματος «στις σύγχρονες μεταβαλλόμενες οικονομικές, κοινωνικές, τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις» γίνεται μόνον με την διαδικασία και τις προβλέψεις του άρθρου 110 του Συντάγματος και όχι με τη χρήση μεθοδολογικών εργαλείων. Η, δε, παράκαμψη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος καθιστά ανεπίτρεπτη, και από πλευράς δημοκρατικής αρχής, de facto κατάργησή του από τον κοινό νομοθέτη.
6ος πρόσθετος λόγος ακύρωσης: Αντίθεση των προσβαλλόμενων πράξεων στο άρθρο 4 παρ. 2 της ΣΕΕ.
49. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της ΣΕΕ, «Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους.».
50. Από την προπαρατεθείσα διάταξη σαφώς προκύπτει η υποχρέωση του εθνικού συνταγματικού νομοθέτη να προσαρμόσει τον θεμελιώδη νόμο της χώρας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Αλλά τούτο δεν μπορεί να έχει ως έννομη συνέχεια την αγνόηση μιας άλλης θεμελιώδους αρχής της ευρωπαϊκής ενωσιακής τάξης, που είναι ο σεβασμός της εθνικής φυσιογνωμίας των κρατών μελών. (βλ. Δ. Τσάτσος-Κ. Τσουκαλάς)
51. Η αποκλειστική ανάθεση της ανώτατης εκπαίδευσης σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου θεωρείται σταθερό στοιχείο του ελληνικού συνταγματικού πολιτισμού με συνέπεια να μη δύναται να τεθεί εκποδών το άρθρο 16 του συντάγματος από το ενωσιακό δίκαιο. Και τούτο διότι, η ρύθμιση του άρθρου 16 του Συντάγματος διαμόρφωσε, σε όλη την διάρκεια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, το ακαδημαϊκό θεσμικό πεδίο και σε όλες τις διαδικασίες αναθεώρησης του Συντάγματος, παρ’ όλο που προτάθηκε η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, ουδέποτε τούτο αναθεωρήθηκε.
52. Ενόψει της ανωτέρω διατάξεως, δεν υφίσταται καμία υποχρέωση σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του άρθρου 16 του Συντάγματος. Ούτε τίθεται ζήτημα υπεροχής του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου δεδομένου ότι δεν υφίσταται ενωσιακή επιταγή αντίθετη το άρθρο 16 του Συντάγματος. Αντίθετα, υφίσταται υποχρέωση της ένωσης να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών, μέρος την οποία είναι και η εκπαίδευση. Τούτο δε, επιρρωνύεται και από τα άρθρα 165 και 6 της ΣΛΕΕ καθώς και από το άρθρο 14 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ όπου ορίζεται ρητώς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συμπληρωματική αρμοδιότητα στα εκπαιδευτικά ζητήματα και ουχί αποκλειστική. Η τελευταία αρμοδιότητα ανήκει ρητώς στα κράτη μέλη κατόπιν ρητής επιφυλάξεως.
53. Συνεπώς, οι επίμαχες διατάξεις του ν. 5094/2024 τυγχάνουν αντισυνταγματικές, με αποτέλεσμα να καθίστανται παράνομες και ακυρωτέες οι επ’ αυτών ερειδόμενες (ήδη προσβαλλόμενες) κανονιστικές πράξεις.
7ος πρόσθετος λόγος ακυρώσεως: Αντίθεση στα άρθρα 165 και 6 της ΣΛΕΕ και στο άρθρο 14 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ.
54. Σύμφωνα με το άρθρο 165 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, «η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία.», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 6 της αυτής Συνθήκης, «η Ένωση έχει αρμοδιότητα να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών. Οι εν λόγω τομείς δράσης είναι…, στην ευρωπαϊκή τους διάσταση:(ε) η παιδεία, η επαγγελματική εκπαίδευση.»
55. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ,
56. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συμπληρωματικό-συντονιστικό ρόλο για τα εκπαιδευτικά ζητήματα και σε καμία περίπτωση αποκλειστική αρμοδιότητα ρυθμίσεώς τους. Με άλλες λέξεις, δύναται να υποστηρίζει, να συντονίζει ή και να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στα ζητήματα παιδείας, σεβόμενη όμως την εθνική νομοθεσία, άρα και το Σύνταγμα, δυνάμει των οποίων καταλείπεται στον εθνικό νομοθέτη ευρεία ευχέρεια να οργανώνει το εκπαιδευτικό σύστημα. Συνεπώς, στην έννοια της οργανώσεως (η οποία ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών) ανήκει το άρθρο 16 παρ. 5, 6 και 8 του Συντάγματος. Πολλώ, δε, μάλλον που επιφυλάσσεται αποκλειστική αρμοδιότητα στα κράτη μέλη για τα εκπαιδευτικά ζητήματα κατ’ άρθρο 6 της ΣΛΕΕ.
57. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 165 της ΣΛΕΕ είναι ειδική έναντι οποιαδήποτε άλλης, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να τεθεί εκποδών η εφαρμογή του άρθρου 16 του Συντάγματος από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών ή και την ελευθερία εγκαταστάσεως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε είναι δυνατόν να εφαρμοστούν παράλληλα.
58. Σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει από πουθενά ότι υφίσταται στο ενωσιακό δίκαιο αντίθετος, στο άρθρο 16 του Συντάγματος, επιτακτικός κανόνας δικαίου που να επιβάλλει στη χώρα μας την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, με συνέπεια η μη ίδρυσή τους να συνιστά παράβαση του ενωσιακού δικαίου.
59. Εξάλλου, η απόφαση του ΔΕΕ (της 6ης Οκτωβρίου 2020 στην υπόθεση C-66/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας) δεν μπορεί να θεμελιώσει επαρκώς το επιχείρημα υπέρ της παραβίασης του άρθρου 14 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ και 49 της ΣΛΕΕ από την απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ.
Τούτο, διότι, το ΔΕΕ εξέτασε τα υπόψιν του δεδομένα υπό το φως της εφαρμογής της GATS, η οποία είχε ως συνέπεια την υπαγωγή της υπόθεσης στο πεδίο της «κοινής εμπορικής πολιτικής» και επομένως στο πεδίο της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ε.Ε.. Κάτι αντίστοιχο δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση της Ελλάδας, με δεδομένο ότι η τελευταία έχει ρητά επιφυλαχθεί, κατά τη σύναψη της GATS, ως προς το δικαίωμά της να μην αναγνωρίζει εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν κρατικά αναγνωρισμένα πτυχία. Πολλώ, δε, μάλλον που επιφυλάσσεται αποκλειστική αρμοδιότητα στα κράτη μέλη για τα εκπαιδευτικά ζητήματα κατ’ άρθρο 6 της ΣΛΕΕ.
60. Κατ’ ακολουθίαν, στα πλαίσια της αποκλειστικής του αρμοδιότητας του ο νομοθέτης θέσπισε το σύστημα ίδρυσης και λειτουργίας των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Εντούτοις, τούτο συνέβη κατά πλήρη παράβαση του άρθρου 16 του Συντάγματος το οποίο και σε γραμματικό και σε τελολογικό επίπεδο απαγορεύει την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ζήτημα παράβασης ή και σύμφωνης ερμηνείας με το ενωσιακό δίκαιο δεν τίθεται, δεδομένου ότι για την οργάνωση των εκπαιδευτικών ζητημάτων υφίσταται ρητή και ανενδοίαστη επιφύλαξη υπέρ των κρατών μελών. Κοντολογίς, η παιδεία οργανώνεται σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους των κρατών μελών. Και στην προκείμενη περίπτωση οι διατάξεις του ν. 5094/2024 και οι προσβαλλόμενες πράξεις αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος.
61. Αλλά ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση της αποκλειστικής τους αυτής αρμοδιότητας, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη την ελευθερία εγκατάστασης και την επιχειρηματικά ελευθερία, τούτο δεν καθιστά συνταγματική και σε κάθε περίπτωση καθόλου υποχρεωτική την ίδρυση και λειτουργία των ΝΠΠΕ.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών