"H Ελλάδα χρειάζεται άλματα προόδου", υπογράμμισε ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Π. Λιαργκόβας
Στα τέσσερα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά και στα πέντε χαρακτηριστικά της επόμενης ημέρας για να γυρίσουμε σελίδα και να έχουμε μία ανάπτυξη διαρκείας στη χώρας μας, αναφέρθηκε ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Παναγιώτης Λιαργκόβας.
Μιλώντας στο 11ο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας για τη θεματική ενότητα«Οικονομία: Από τη μιζέρια στις νέες δουλειές», ο κ. Λιαργκόβας κάνοντας πρωτίστως αναφορά στο τι έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα σε όλα αυτά τα μνημονιακά χρόνια, εξέφρασε την άποψή του ότι διαφαίνονται δύο πολύ σημαντικά πράγματα, εξηγώντας ότι το πρώτο είναι ότι έχουμε καταφέρει να έχουμε μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα, που σημαίνει ότι «δεν έχουμε πλέον τα δίδυμα ελλείμματα που είχαμε στο παρελθόν.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, στον εξωτερικό τομέα και το έλλειμμα στον δημοσιονομικό τομέα.
Αυτά τα ελλείμματα, με πολύ πόνο, με πολύ κόπο, με πολλές θυσίες, έχουν μετατραπεί σε πλεονάσματα».
Το δεύτερο, όπως είπε, είναι οι μεταρρυθμίσεις.
«Εμείς στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ήμασταν από αυτούς που συνεχώς θεωρούσαν ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν πάνε γρήγορα, δεν πάνε ικανοποιητικά.
Παρ' όλα αυτά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι κάποιες μεταρρυθμίσεις όλα αυτά τα χρόνια, από το ’12 μέχρι σήμερα, κάποιες μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών, στην αγορά εργασίας, στον Δημόσιο Τομέα έχουν ξεκινήσει ή έχουν δρομολογηθεί», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι δεν πιστεύει αυτό που κάποτε σε μία κατάταξη ο ΟΟΣΑ μας έβγαζε από τις χώρες εκείνες που είμαστε πρώτοι στις μεταρρυθμίσεις, στον μεταρρυθμιστικό τομέα, γιατί υπάρχουν δυσκολίες μέτρησης. «Έχουν γίνει αρκετά, αλλά απομένουν βέβαια, πάρα πολλά να γίνουν στο μέλλον», πρόσθεσε.
Τα προβλήματα
Τέσσερα είναι τα σημεία που πρέπει να επικεντρωθούμε ως προς τα προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν, με πρώτο, σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα, την υπερφορολόγηση.
Όπως ανέφερε «έχουμε πάρα πολλές φορές στο παρελθόν επιχειρηματολογήσει με διάφορους δείκτες.
Έχουμε δείξει ότι η φορολογία στη χώρα μας είναι υπερβολική, ότι οι Έλληνες φορολογούνται πολύ πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο είτε βλέποντας την άμεση φορολογία στα φυσικά πρόσωπα, στα νομικά πρόσωπα, είτε βλέποντας την έμμεση φορολογία», ενώ «είναι και άδικη η φορολογία».
Σημείωσε ότι «αν δούμε τα φορολογικά μας έσοδα αυτά βασίζονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στην έμμεση φορολογία, κάτι το οποίο είναι ενάντια στην παράδοση όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Είμαστε, για την ακρίβεια, στο 44,5% άμεσα φορολογικά έσοδα, στο σύνολο των φορολογικών εσόδων όταν στις άλλες χώρες, στο μέσο όρο της ευρωζώνης, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,5 ποσοστιαίες μονάδες κάτω.
Αν δούμε δε και την εξέλιξη του λόγου της έμμεσης φορολογίας προς την άμεση φορολογία αποκτούμε άλλο ένα επιχείρημα ότι η φορολογία στη χώρα μας είναι άδικη, πλήττει τους φτωχότερους, πλήττει τους πιο αδύναμους κοινωνικά.
Αλλά και να μην αρκεστούμε σε αυτά και να κοιτάξουμε τη φοροδοτική ικανότητα των συμπολιτών μας και να κοιτάξουμε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι οποίες αυξάνονται με πάνω από 1 δισεκατομμύριο κάθε μήνα, τότε πραγματικά καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι έχουμε φτάσει στα όριά μας, ότι η φορολογία είναι υπερβολική, ότι ουσιαστικά δεν είναι μία απλή φορολογία αλλά μία αφαίμαξη της οικονομίας, μία αφαίμαξη του πραγματικού τομέα».
Δεύτερο πρόβλημα, κατά τον ίδιο, είναι η εξασθένιση της πραγματικής οικονομίας και της επιχειρηματικότητας.
Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι υπάρχουν πάρα πολλοί δείκτες που αποδεικνύουν ότι η επιχειρηματικότητα στη χώρα μας έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια είτε βλέποντας τους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, το doing business report, είτε βλέποντας τους άλλους δείκτες, όπως τον παγκόσμιο δείκτη διαφθοράς, και ούτω καθεξής.
Τρίτο πρόβλημα, όπως είπε, είναι ότι ακόμα δεν έχουμε μία μακροχρόνια λύση στο χρέος.
Σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα είναι αναγκαία η λήψη σχετικών αποφάσεων «για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί θα βελτιώσει την ατμόσφαιρα γύρω από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και δεύτερον γιατί απλά το χρέος δεν είναι βιώσιμο έτσι όπως είναι σήμερα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μάλιστα, υποστηρίζει ότι η απουσία μεταρρυθμίσεων και εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις, η επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση το 2015 και το 2016 και οι δυσμενέστερες προβλέψεις μετά τους κεφαλαιακούς ελέγχους κατέστησαν το χρέος οριστικά μη βιώσιμο.
Άρα, είναι απαραίτητη η ρύθμιση του προβλήματος του χρέους έτσι ώστε να καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο».
Τέλος, τέταρτο πρόβλημα, είναι η πολιτική ένταση.
Μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι «στην κεντρική πολιτική σκηνή αυτό που συνήθως παρατηρούμε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική αντιπαράθεση.
Μάλλον μαίνεται ένας πόλεμος μέχρις εσχάτων, μέχρι της τελικής πολιτικής και ηθικής εξόντωσης του αντιπάλου».
Τα πέντε χαρακτηριστικά της επόμενης ημέρας
Πέντε θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της επόμενης μέρας για να γυρίσουμε σελίδα και να έχουμε ανάπτυξη διαρκείας, ανέφερε ο κ. Λιαγκόβας και τόνισε ότι:
- Πρώτον, να συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα με άλλο όμως μείγμα.
Ανέφερε ότι αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο έχουν γράψει επανειλημμένα στις εκθέσεις μας ότι «το υπάρχον μείγμα, δηλαδή η υπερβολική βαρύτητα στους φόρους δημιουργεί συνθήκες ύφεσης στην οικονομία, δημιουργεί μια παγίδα λιτότητας όπου τελικά είναι σαν να τρέχουμε να φτάσουμε την ουρά μας και δεν μπορούμε τελικά να κάνουμε κάτι».
«Το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμα περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο Δημόσιο, όπου υπάρχον ακόμα περιθώρια, στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων», πρόσθεσε.
-Το δεύτερο στοιχείο είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Μάλιστα, διάβασε μια πρόταση που είναι ακριβώς από μια έκθεση την οποία είχε δημοσιεύσει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, λέγοντας πως αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια μεταρρυθμιστική επανάσταση, μια ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν.
«Μόνο έτσι θα γίνει εφικτή η υπέρβαση πρακτικών που λειτουργούν ως τροχοπέδη της ανάπτυξης, ευνοούν διαπλοκές και κάνουν δυνατή μεγάλης έκτασης προσοδοθηρική συμπεριφορά.
Υπάρχει λοιπόν μια μεταρρυθμιστική υστέρηση στη χώρα μας και αν δεν διορθωθεί αυτή η υστέρηση δεν μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία», συμπλήρωσε.
-Το τρίτο σημείο είναι η γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα, αλλά με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.
«Για αυτό υπάρχει δέσμευση, αλλά πρέπει να επιμείνουμε και εμείς για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5%.
Εμείς όσο ψάξαμε να βρούμε χώρες που έχουν πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα τόσο υψηλά αποτύχαμε, δεν μπορούσαμε να βρούμε.
Ήταν ελάχιστες οι χώρες και αν βρήκαμε κάποιες χώρες αυτές ήταν η Νορβηγία που ήταν πλουτοπαραγωγικές χώρες, ήταν άλλου τύπου οικονομίες οι οποίες οικονομίες δεν μοιάζουν καθόλου με τη δική μας οικονομία.
Άρα, το να θέτουμε τόσο υψηλούς στόχους είναι σαν να καταδικάζουμε την οικονομία μας σε μια συνεχή λιτότητα, σε μια αφαίμαξη και σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης», ανέφερε ο ίδιος.
-Το τέταρτο είναι η χαρτογράφηση ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου.
Όπως είπε, «τα Μνημόνια εκ των πραγμάτων δεν περιείχαν στοιχεία μιας εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής.
Δημιουργούσαν το πλαίσιο, αλλά από εκεί και πέρα άφηναν το χώρο ελεύθερο στην αγορά προκειμένου να προσδιορίζει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Γενικά, όμως, η σχετική πολιτική θα πρέπει να είναι εξωστρεφής, να στηρίζεται δηλαδή στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας πραγματικά και δυνητικά και στην καινοτομία ώστε η ανάπτυξη να εξαρτάται λιγότερο από την εσωτερική ζήτηση».
-Το πέμπτο και τελευταίο σημείο είναι η πολιτική συναίνεση.
Όπως τόνισε, «η πολιτική συναίνεση είναι απαραίτητη για να υπάρξουν οργανωμένες και πανεθνικές προσπάθειες για να μας κρατήσουν μακριά από την κρίση.
Καμιά χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από αυτό και να σταθεί στα πόδια της χωρίς να διαθέτει ένα ελάχιστο συναίνεσης.
Χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της».
Ο κ. Λιαργκόβας κατέληξε λέγοντας ότι «η Ελλάδα χρειάζεται άλματα προόδου.
Και δεν είναι δυνατόν να γίνουν αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον έντασης, ενοχοποίησης, σκανδαλολογίας και πολιτικών διώξεων.
Όσο διατηρούνται όλα αυτά τόσο ορατός είναι ο κίνδυνος εκτροχιασμού της χώρας».
www.bankingnews.gr
Μιλώντας στο 11ο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας για τη θεματική ενότητα«Οικονομία: Από τη μιζέρια στις νέες δουλειές», ο κ. Λιαργκόβας κάνοντας πρωτίστως αναφορά στο τι έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα σε όλα αυτά τα μνημονιακά χρόνια, εξέφρασε την άποψή του ότι διαφαίνονται δύο πολύ σημαντικά πράγματα, εξηγώντας ότι το πρώτο είναι ότι έχουμε καταφέρει να έχουμε μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα, που σημαίνει ότι «δεν έχουμε πλέον τα δίδυμα ελλείμματα που είχαμε στο παρελθόν.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, στον εξωτερικό τομέα και το έλλειμμα στον δημοσιονομικό τομέα.
Αυτά τα ελλείμματα, με πολύ πόνο, με πολύ κόπο, με πολλές θυσίες, έχουν μετατραπεί σε πλεονάσματα».
Το δεύτερο, όπως είπε, είναι οι μεταρρυθμίσεις.
«Εμείς στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ήμασταν από αυτούς που συνεχώς θεωρούσαν ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν πάνε γρήγορα, δεν πάνε ικανοποιητικά.
Παρ' όλα αυτά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι κάποιες μεταρρυθμίσεις όλα αυτά τα χρόνια, από το ’12 μέχρι σήμερα, κάποιες μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών, στην αγορά εργασίας, στον Δημόσιο Τομέα έχουν ξεκινήσει ή έχουν δρομολογηθεί», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι δεν πιστεύει αυτό που κάποτε σε μία κατάταξη ο ΟΟΣΑ μας έβγαζε από τις χώρες εκείνες που είμαστε πρώτοι στις μεταρρυθμίσεις, στον μεταρρυθμιστικό τομέα, γιατί υπάρχουν δυσκολίες μέτρησης. «Έχουν γίνει αρκετά, αλλά απομένουν βέβαια, πάρα πολλά να γίνουν στο μέλλον», πρόσθεσε.
Τα προβλήματα
Τέσσερα είναι τα σημεία που πρέπει να επικεντρωθούμε ως προς τα προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν, με πρώτο, σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα, την υπερφορολόγηση.
Όπως ανέφερε «έχουμε πάρα πολλές φορές στο παρελθόν επιχειρηματολογήσει με διάφορους δείκτες.
Έχουμε δείξει ότι η φορολογία στη χώρα μας είναι υπερβολική, ότι οι Έλληνες φορολογούνται πολύ πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο είτε βλέποντας την άμεση φορολογία στα φυσικά πρόσωπα, στα νομικά πρόσωπα, είτε βλέποντας την έμμεση φορολογία», ενώ «είναι και άδικη η φορολογία».
Σημείωσε ότι «αν δούμε τα φορολογικά μας έσοδα αυτά βασίζονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στην έμμεση φορολογία, κάτι το οποίο είναι ενάντια στην παράδοση όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Είμαστε, για την ακρίβεια, στο 44,5% άμεσα φορολογικά έσοδα, στο σύνολο των φορολογικών εσόδων όταν στις άλλες χώρες, στο μέσο όρο της ευρωζώνης, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,5 ποσοστιαίες μονάδες κάτω.
Αν δούμε δε και την εξέλιξη του λόγου της έμμεσης φορολογίας προς την άμεση φορολογία αποκτούμε άλλο ένα επιχείρημα ότι η φορολογία στη χώρα μας είναι άδικη, πλήττει τους φτωχότερους, πλήττει τους πιο αδύναμους κοινωνικά.
Αλλά και να μην αρκεστούμε σε αυτά και να κοιτάξουμε τη φοροδοτική ικανότητα των συμπολιτών μας και να κοιτάξουμε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι οποίες αυξάνονται με πάνω από 1 δισεκατομμύριο κάθε μήνα, τότε πραγματικά καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι έχουμε φτάσει στα όριά μας, ότι η φορολογία είναι υπερβολική, ότι ουσιαστικά δεν είναι μία απλή φορολογία αλλά μία αφαίμαξη της οικονομίας, μία αφαίμαξη του πραγματικού τομέα».
Δεύτερο πρόβλημα, κατά τον ίδιο, είναι η εξασθένιση της πραγματικής οικονομίας και της επιχειρηματικότητας.
Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι υπάρχουν πάρα πολλοί δείκτες που αποδεικνύουν ότι η επιχειρηματικότητα στη χώρα μας έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια είτε βλέποντας τους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, το doing business report, είτε βλέποντας τους άλλους δείκτες, όπως τον παγκόσμιο δείκτη διαφθοράς, και ούτω καθεξής.
Τρίτο πρόβλημα, όπως είπε, είναι ότι ακόμα δεν έχουμε μία μακροχρόνια λύση στο χρέος.
Σύμφωνα με τον κ. Λιαργκόβα είναι αναγκαία η λήψη σχετικών αποφάσεων «για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί θα βελτιώσει την ατμόσφαιρα γύρω από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και δεύτερον γιατί απλά το χρέος δεν είναι βιώσιμο έτσι όπως είναι σήμερα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μάλιστα, υποστηρίζει ότι η απουσία μεταρρυθμίσεων και εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις, η επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση το 2015 και το 2016 και οι δυσμενέστερες προβλέψεις μετά τους κεφαλαιακούς ελέγχους κατέστησαν το χρέος οριστικά μη βιώσιμο.
Άρα, είναι απαραίτητη η ρύθμιση του προβλήματος του χρέους έτσι ώστε να καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο».
Τέλος, τέταρτο πρόβλημα, είναι η πολιτική ένταση.
Μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι «στην κεντρική πολιτική σκηνή αυτό που συνήθως παρατηρούμε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική αντιπαράθεση.
Μάλλον μαίνεται ένας πόλεμος μέχρις εσχάτων, μέχρι της τελικής πολιτικής και ηθικής εξόντωσης του αντιπάλου».
Τα πέντε χαρακτηριστικά της επόμενης ημέρας
Πέντε θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της επόμενης μέρας για να γυρίσουμε σελίδα και να έχουμε ανάπτυξη διαρκείας, ανέφερε ο κ. Λιαγκόβας και τόνισε ότι:
- Πρώτον, να συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα με άλλο όμως μείγμα.
Ανέφερε ότι αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο έχουν γράψει επανειλημμένα στις εκθέσεις μας ότι «το υπάρχον μείγμα, δηλαδή η υπερβολική βαρύτητα στους φόρους δημιουργεί συνθήκες ύφεσης στην οικονομία, δημιουργεί μια παγίδα λιτότητας όπου τελικά είναι σαν να τρέχουμε να φτάσουμε την ουρά μας και δεν μπορούμε τελικά να κάνουμε κάτι».
«Το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμα περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο Δημόσιο, όπου υπάρχον ακόμα περιθώρια, στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων», πρόσθεσε.
-Το δεύτερο στοιχείο είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Μάλιστα, διάβασε μια πρόταση που είναι ακριβώς από μια έκθεση την οποία είχε δημοσιεύσει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, λέγοντας πως αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια μεταρρυθμιστική επανάσταση, μια ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν.
«Μόνο έτσι θα γίνει εφικτή η υπέρβαση πρακτικών που λειτουργούν ως τροχοπέδη της ανάπτυξης, ευνοούν διαπλοκές και κάνουν δυνατή μεγάλης έκτασης προσοδοθηρική συμπεριφορά.
Υπάρχει λοιπόν μια μεταρρυθμιστική υστέρηση στη χώρα μας και αν δεν διορθωθεί αυτή η υστέρηση δεν μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία», συμπλήρωσε.
-Το τρίτο σημείο είναι η γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα, αλλά με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.
«Για αυτό υπάρχει δέσμευση, αλλά πρέπει να επιμείνουμε και εμείς για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5%.
Εμείς όσο ψάξαμε να βρούμε χώρες που έχουν πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα τόσο υψηλά αποτύχαμε, δεν μπορούσαμε να βρούμε.
Ήταν ελάχιστες οι χώρες και αν βρήκαμε κάποιες χώρες αυτές ήταν η Νορβηγία που ήταν πλουτοπαραγωγικές χώρες, ήταν άλλου τύπου οικονομίες οι οποίες οικονομίες δεν μοιάζουν καθόλου με τη δική μας οικονομία.
Άρα, το να θέτουμε τόσο υψηλούς στόχους είναι σαν να καταδικάζουμε την οικονομία μας σε μια συνεχή λιτότητα, σε μια αφαίμαξη και σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης», ανέφερε ο ίδιος.
-Το τέταρτο είναι η χαρτογράφηση ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου.
Όπως είπε, «τα Μνημόνια εκ των πραγμάτων δεν περιείχαν στοιχεία μιας εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής.
Δημιουργούσαν το πλαίσιο, αλλά από εκεί και πέρα άφηναν το χώρο ελεύθερο στην αγορά προκειμένου να προσδιορίζει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Γενικά, όμως, η σχετική πολιτική θα πρέπει να είναι εξωστρεφής, να στηρίζεται δηλαδή στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας πραγματικά και δυνητικά και στην καινοτομία ώστε η ανάπτυξη να εξαρτάται λιγότερο από την εσωτερική ζήτηση».
-Το πέμπτο και τελευταίο σημείο είναι η πολιτική συναίνεση.
Όπως τόνισε, «η πολιτική συναίνεση είναι απαραίτητη για να υπάρξουν οργανωμένες και πανεθνικές προσπάθειες για να μας κρατήσουν μακριά από την κρίση.
Καμιά χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από αυτό και να σταθεί στα πόδια της χωρίς να διαθέτει ένα ελάχιστο συναίνεσης.
Χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της».
Ο κ. Λιαργκόβας κατέληξε λέγοντας ότι «η Ελλάδα χρειάζεται άλματα προόδου.
Και δεν είναι δυνατόν να γίνουν αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον έντασης, ενοχοποίησης, σκανδαλολογίας και πολιτικών διώξεων.
Όσο διατηρούνται όλα αυτά τόσο ορατός είναι ο κίνδυνος εκτροχιασμού της χώρας».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών