Πότε μπορεί να δικαιολογηθεί μια ένοπλη σύρραξη και να θεωρηθεί ένας πόλεμος “δίκαιος”;
Από την αρχαιότητα έως και σήμερα, η ανθρωπότητα έχει διαδεχθεί κατά καιρούς πολλά κύματα πολέμων, οι οποίοι έχουν προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες και δυσανάλογα μεγάλες καταστροφές στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι καταστροφικές αυτές συνέπειες, άρχισαν σταδιακά, στο διάβα των αιώνων, να θεσπίζονται κανόνες δικαίου ώστε να “δικαιολογήσουν” την χρήση ένοπλης βίας και κατ’ επέκταση τις εχθροπραξίες. Έτσι, δημιουργήθηκε το Δίκαιο του Πολέμου (jus in bello) και η θεωρία του “Δίκαιου Πολέμου” (jus ad bellum). Πότε μπορεί όμως να δικαιολογηθεί μια ένοπλη σύρραξη και να θεωρηθεί ένας πόλεμος “δίκαιος”;
Ξεκινώντας από την έννοια του “Δικαίου του Πολέμου”, αυτό αφορά κατά κύριο λόγο το νομικό πλαίσιο διεξαγωγής των ενόπλων συγκρούσεων, δηλαδή τους κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται κατά την διάρκεια μιας τέτοιας σύγκρουσης. Το δίκαιο αυτό θεμελιώνεται και ρυθμίζεται μέσα από διεθνείς συμβάσεις και πρωτόκολλα, με μείζονος σημασίας την Σύμβαση της Γενεύης (1949) και τις Συμβάσεις της Χάγης (1899-1907-1923). Ειδικότερα οι τελευταίες συγκροτούν την αρχή της διάκρισης, σύμφωνα με την οποία τα εμπλεκόμενα μέρη υποχρεούνται να διακρίνουν ανάμεσα σε στρατιωτικούς στόχους και σε αμάχους. Βάσει της αρχής αυτής τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να επιτίθενται αποκλειστικά και μόνο στους στρατιωτικούς στόχους και όχι στους αμάχους, αυτούς δηλαδή που δεν μετέχουν στην ένοπλη σύρραξη (ως τέτοιοι λογίζονται οι ναυαγοί, αιχμάλωτοι, πολίτες κλπ).
Ακόμα μία θεμελιώδης αρχή του πολέμου αποτελεί η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία η στρατιωτική επίθεση θα πρέπει να έχει το ανάλογο βάρος με τον στρατιωτικό στόχο, προκειμένου να μην δημιουργηθούν περιττές πληγές. Αναλυτικότερα η βία που θα χρησιμοποιήσει το εμπλεκόμενο στρατιωτικό μέρος θα πρέπει να είναι αναγκαία και όχι υπέρμετρη και αναγκαία είναι όταν δεν υπάρχει άλλος εξίσου αποτελεσματικός τρόπος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Θα πρέπει ουσιαστικά το μέσο και ο σκοπός να τελούν σε μια σχέση εσωτερικής συνάφειας, ώστε να μην προκληθούν ανεπιθύμητες ζημιές και ανώφελος πόνος. Συμπερασματικά, το “Δίκαιο του Πόλεμου” έχει ως πρωταρχικό στόχο την όσο το δυνατόν περισσότερο προστασία των αμάχων από τις συνέπειες των εχθροπραξιών και τις βαρβαρότητες του πολέμου.
Όσον αφορά την θεωρία του “Δίκαιου πολέμου” (jus ad bellum), σκοπός αυτής είναι η δικαιολόγηση της έναρξης ενός πολέμου. Συγκεκριμένα, θεμελιώδης και “απόλυτη” αρχή του Δικαίου του Πολέμου, αποτελεί η Γενική Απαγόρευση της Χρήσης Βίας που αποτυπώνεται στο άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (ΧΗΕ), κατα το οποίο “Όλα τα μέλη του ΟΗΕ θα απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις από την απειλή ή χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους, ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον ασύμβατης προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών”. Βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις του απόλυτου χαρακτήρα της απαγόρευσης χρήσης βίας. Πρώτη απόκλιση από την ως άνω αρχή αποτελούν οι ίδιοι οι σκοποί των Ηνωμένων Εθνών, που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 ΧΗΕ, και δη η τήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας, γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την χρήση βίας για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί, σε περιπτώσεις μη επίτευξης ειρηνικής διαπραγμάτευσης και διαμεσολάβησης, να προχωρήσει σε χρήση ένοπλης βίας για την αποκατάσταση της ειρήνης (άρθρο 42 ΧΗΕ), του σκοπού δηλαδή που αναφέρεται στο άρθρο 1 ΧΗΕ. Δεύτερη απόκλιση από την αρχή της απαγόρευσης της χρήσης βίας αποτελεί το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ, στο οποίο θεμελιώνεται το δικαίωμα αυτοάμυνας του δεχόμενου την ένοπλη επίθεση κράτους. Ωστόσο σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες και σοβαρές ένδειξης για πιθανή επίθεση κατά ενός κράτους, τότε σε αυτό αναγνωρίζεται το δικαίωμα της λεγόμενης προληπτικής ή αποτρεπτικής αυτοάμυνας, δίνοντας του την ευκαιρία να δράσει πριν τον επιτιθέμενο. Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτών των εξαιρέσεων, θα μπορούσε ένας πόλεμος να θεωρηθεί δικαιολογημένος και άρα “δίκαιος”, εφόσον βέβαια γίνεται αποκλειστικά και μόνο για λόγους δικαιοσύνης και με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας.
Συνοψίζοντας, το Δίκαιο του Πολέμου και η θεωρία του “Δίκαιου Πολέμου”, με την αλληλένδετη φύση τους, προσφέρουν το απαραίτητο νομικό πλαίσιο για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και την αποφυγή της αλόγιστης χρήσης ένοπλης βίας. Δίνεται έτσι η ελπίδα στην ανθρωπότητα ότι, ακόμη και υπό συνθήκες ένοπλης σύρραξης, υπάρχουν δεσμευτικοί κανόνες, ώστε να αποφεύγονται περιττές πληγές και ανώφελος πόνος και να εξασφαλίζεται η ελάχιστη δυνατή βλάβη.
Από τη Γεωργία Ζίφκου, προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του ΑΠΘ, Νομικός Παλμός
www.bankingnews.gr
Ξεκινώντας από την έννοια του “Δικαίου του Πολέμου”, αυτό αφορά κατά κύριο λόγο το νομικό πλαίσιο διεξαγωγής των ενόπλων συγκρούσεων, δηλαδή τους κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται κατά την διάρκεια μιας τέτοιας σύγκρουσης. Το δίκαιο αυτό θεμελιώνεται και ρυθμίζεται μέσα από διεθνείς συμβάσεις και πρωτόκολλα, με μείζονος σημασίας την Σύμβαση της Γενεύης (1949) και τις Συμβάσεις της Χάγης (1899-1907-1923). Ειδικότερα οι τελευταίες συγκροτούν την αρχή της διάκρισης, σύμφωνα με την οποία τα εμπλεκόμενα μέρη υποχρεούνται να διακρίνουν ανάμεσα σε στρατιωτικούς στόχους και σε αμάχους. Βάσει της αρχής αυτής τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να επιτίθενται αποκλειστικά και μόνο στους στρατιωτικούς στόχους και όχι στους αμάχους, αυτούς δηλαδή που δεν μετέχουν στην ένοπλη σύρραξη (ως τέτοιοι λογίζονται οι ναυαγοί, αιχμάλωτοι, πολίτες κλπ).
Ακόμα μία θεμελιώδης αρχή του πολέμου αποτελεί η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία η στρατιωτική επίθεση θα πρέπει να έχει το ανάλογο βάρος με τον στρατιωτικό στόχο, προκειμένου να μην δημιουργηθούν περιττές πληγές. Αναλυτικότερα η βία που θα χρησιμοποιήσει το εμπλεκόμενο στρατιωτικό μέρος θα πρέπει να είναι αναγκαία και όχι υπέρμετρη και αναγκαία είναι όταν δεν υπάρχει άλλος εξίσου αποτελεσματικός τρόπος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Θα πρέπει ουσιαστικά το μέσο και ο σκοπός να τελούν σε μια σχέση εσωτερικής συνάφειας, ώστε να μην προκληθούν ανεπιθύμητες ζημιές και ανώφελος πόνος. Συμπερασματικά, το “Δίκαιο του Πόλεμου” έχει ως πρωταρχικό στόχο την όσο το δυνατόν περισσότερο προστασία των αμάχων από τις συνέπειες των εχθροπραξιών και τις βαρβαρότητες του πολέμου.
Όσον αφορά την θεωρία του “Δίκαιου πολέμου” (jus ad bellum), σκοπός αυτής είναι η δικαιολόγηση της έναρξης ενός πολέμου. Συγκεκριμένα, θεμελιώδης και “απόλυτη” αρχή του Δικαίου του Πολέμου, αποτελεί η Γενική Απαγόρευση της Χρήσης Βίας που αποτυπώνεται στο άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (ΧΗΕ), κατα το οποίο “Όλα τα μέλη του ΟΗΕ θα απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις από την απειλή ή χρήση βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους, ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον ασύμβατης προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών”. Βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις του απόλυτου χαρακτήρα της απαγόρευσης χρήσης βίας. Πρώτη απόκλιση από την ως άνω αρχή αποτελούν οι ίδιοι οι σκοποί των Ηνωμένων Εθνών, που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 ΧΗΕ, και δη η τήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας, γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την χρήση βίας για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί, σε περιπτώσεις μη επίτευξης ειρηνικής διαπραγμάτευσης και διαμεσολάβησης, να προχωρήσει σε χρήση ένοπλης βίας για την αποκατάσταση της ειρήνης (άρθρο 42 ΧΗΕ), του σκοπού δηλαδή που αναφέρεται στο άρθρο 1 ΧΗΕ. Δεύτερη απόκλιση από την αρχή της απαγόρευσης της χρήσης βίας αποτελεί το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ, στο οποίο θεμελιώνεται το δικαίωμα αυτοάμυνας του δεχόμενου την ένοπλη επίθεση κράτους. Ωστόσο σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες και σοβαρές ένδειξης για πιθανή επίθεση κατά ενός κράτους, τότε σε αυτό αναγνωρίζεται το δικαίωμα της λεγόμενης προληπτικής ή αποτρεπτικής αυτοάμυνας, δίνοντας του την ευκαιρία να δράσει πριν τον επιτιθέμενο. Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτών των εξαιρέσεων, θα μπορούσε ένας πόλεμος να θεωρηθεί δικαιολογημένος και άρα “δίκαιος”, εφόσον βέβαια γίνεται αποκλειστικά και μόνο για λόγους δικαιοσύνης και με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας.
Συνοψίζοντας, το Δίκαιο του Πολέμου και η θεωρία του “Δίκαιου Πολέμου”, με την αλληλένδετη φύση τους, προσφέρουν το απαραίτητο νομικό πλαίσιο για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και την αποφυγή της αλόγιστης χρήσης ένοπλης βίας. Δίνεται έτσι η ελπίδα στην ανθρωπότητα ότι, ακόμη και υπό συνθήκες ένοπλης σύρραξης, υπάρχουν δεσμευτικοί κανόνες, ώστε να αποφεύγονται περιττές πληγές και ανώφελος πόνος και να εξασφαλίζεται η ελάχιστη δυνατή βλάβη.
Από τη Γεωργία Ζίφκου, προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του ΑΠΘ, Νομικός Παλμός
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών