"Κάποιες ανατροπές πολιτικής (που θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν και κάποια αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων) είναι πιθανές ως μέρος του διαλόγου με τους επίσημους πιστωτές", σύμφωνα με τον M. Napolitano
Οι δύο βασικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να γυρίσουν το παιχνίδι (game changer) για την ελληνική οικονομία είναι η εδραίωση της εμπιστοσύνης και ένα ομαλό μετεκλογικό αποτέλεσμα που θα εξασφαλίζει ότι δεν θα υπάρχουν ανατροπές στην οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, είναι το μήνυμα που στέλνει η Fitch.
Ο αναλυτής του οίκου, Michele Napolitano, Head of Western European Sovereigns στη Fitch, σε συνέντευξή του στο Έθνος της Κυριακής, υπογραμμίζει ότι το «κλειδί» για να μπορέσει η ελληνική κυβέρνηση να προσελκύσει πιο γρήγορα ξένες άμεσες επενδύσεις «είναι η εμπιστοσύνη».
Όπως σημειώνει «η Ελλάδα έχει ένα track record πολιτικής ρευστότητας, το οποίο οδήγησε σε ανατροπές πολιτικών και αυτό έχει καταστήσει τους επενδυτές πολύ επιφυλακτικούς» και μάλιστα, οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει αρκετά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Κατά τον ίδιο, «ακόμη και μια μερική αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα μπορούσε πραγματικά να οδηγήσει σε μια απότομη ανάκαμψη των επενδύσεων», ενώ οι εκλογές φέτος «θα παίξουν σημαντικό ρόλο».
«Εάν οι εκλογές- ανεξαρτήτως αποτελέσματος - δεν οδηγήσουν σε μια απότομη αντιστροφή προηγούμενων πολιτικών και εάν υπάρχει συνέχεια στις πολιτικές και μετά τις εκλογές, αυτό θα είναι ένας παράγοντας που θα μπορούσε να γυρίσει το παιχνίδι (game changer) και να κάνει τους επενδυτές να καταλάβουν ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα που μπορεί να διατηρήσει πειθαρχία στην οικονομική και τη δημοσιονομική της πολιτική, ακόμη και εκτός προγράμματος», υπογραμμίζει.
Ο αναλυτής του οίκου, Michele Napolitano, Head of Western European Sovereigns στη Fitch, σε συνέντευξή του στο Έθνος της Κυριακής, υπογραμμίζει ότι το «κλειδί» για να μπορέσει η ελληνική κυβέρνηση να προσελκύσει πιο γρήγορα ξένες άμεσες επενδύσεις «είναι η εμπιστοσύνη».
Όπως σημειώνει «η Ελλάδα έχει ένα track record πολιτικής ρευστότητας, το οποίο οδήγησε σε ανατροπές πολιτικών και αυτό έχει καταστήσει τους επενδυτές πολύ επιφυλακτικούς» και μάλιστα, οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει αρκετά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Κατά τον ίδιο, «ακόμη και μια μερική αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα μπορούσε πραγματικά να οδηγήσει σε μια απότομη ανάκαμψη των επενδύσεων», ενώ οι εκλογές φέτος «θα παίξουν σημαντικό ρόλο».
«Εάν οι εκλογές- ανεξαρτήτως αποτελέσματος - δεν οδηγήσουν σε μια απότομη αντιστροφή προηγούμενων πολιτικών και εάν υπάρχει συνέχεια στις πολιτικές και μετά τις εκλογές, αυτό θα είναι ένας παράγοντας που θα μπορούσε να γυρίσει το παιχνίδι (game changer) και να κάνει τους επενδυτές να καταλάβουν ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα που μπορεί να διατηρήσει πειθαρχία στην οικονομική και τη δημοσιονομική της πολιτική, ακόμη και εκτός προγράμματος», υπογραμμίζει.
Ερωτηθείς για το εάν το να μπορέσει η ελληνική κυβέρνηση να προσελκύσει πιο γρήγορα ξένες άμεσες επενδύσεις είναι εφικτό με τους φορολογικούς συντελεστές, απαντά ότι «στην τελευταία μας ανακοίνωση υπογραμμίσαμε ότι το τρέχον δημοσιονομικό μείγμα ίσως να μην είναι διατηρήσιμο μετά το 2020.
Η δημοσιονομική εξυγίανση στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στα φορολογικά έσοδα και στον περιορισμό των δαπανών και ειδικά στην υποεκτέλεση των επενδυτικών δαπανών.
Μια σοβαρή πρόκληση για τις επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις θα είναι να ισορροπήσουν πάλι το μείγμα πολιτικής, χωρίς να θέτουν εμπόδια στη δέσμευση των δημοσιονομικών στόχων.
Σημειώνουμε πάντως, πως υπάρχει ευρεία συναίνεση γύρω από την ανάγκη να επέλθει νέα ισορροπία στο δημοσιονομικό μείγμα».
Ακόμη, ο Michele Napolitano υπογραμμίζει τη βελτίωση της σχέσης της Ελλάδας με τους πιστωτές , ενώ για το ενδεχόμενο αναθεώρησης των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων ως μέρος του διαλόγου με τους πιστωτές, εκτιμά ότι δεν θα ήταν κατ΄ ανάγκη αρνητικό για την πιστοληπτική αξιολόγηση.
Όπως αναφέρει «προτιμούμε να μην σχολιάσουμε εάν οι στόχοι θα αναθεωρηθούν ή όχι, καθώς αυτό είναι μια απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και των Ευρωπαίων πιστωτών», προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να προσέχουμε είναι η σχέση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών «που έχει βελτιωθεί σημαντικά».
Συμπληρώνει ότι «κατά τη γνώμη μας κάποιες ανατροπές πολιτικής (που θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν και κάποια αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων) είναι πιθανές ως μέρος του διαλόγου με τους επίσημους πιστωτές.
Θα πρέπει να κοιτάξουμε τις λεπτομέρειες και τους λόγους για τους οποίους αναθεωρούνται οι στόχοι.
Με δεδομένη όμως την πρόσφατη ισχυρή δημοσιονομική υπεραπόδοση, μια αναθεώρηση στόχων δεν θα ήταν απαραίτητα αρνητική από πλευράς πιστοληπτικής αξιολόγησης».
Κληθείς να σχολιάσει την τελευταία έκθεση του οίκου που εμφανίστηκαν προσεκτικοί σχετικά με συγκεκριμένους κινδύνους μεταξύ των οποίων και η πιθανότητα δημοσιονομικών επιπτώσεων σχετικά με εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις και ερωτηθείς εάν η Ελλάδα θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με την ανάγκη λήψης επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων με τον επόμενο προϋπολογισμό που θα κατατεθεί τον Νοέμβριο στη Βουλή , παραδέχεται πως είναι επιφυλακτικοί και προτιμούν να περιμένουν τις δικαστικές αποφάσεις προτού προβούν σε κάποιο σχόλιο για το θέμα.
Για το πότε θα μπορούσε η χώρα μας να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα (investment grade), αφού υπενθύμισε ότι η αξιολόγηση για την Ελλάδα είναι στο «ΒΒ-», τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, τονίζει ότι «δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να ανακτήσει η Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα», προσθέτοντας πως «ιδανικά θα περιμέναμε το δημόσιο χρέος να είναι χαμηλότερο σε σχέση με σήμερα και η ποιότητα ενεργητικού στον τραπεζικό τομέα να έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Η περαιτέρω επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και ισχυρότερες ενδείξεις ότι η οικονομική ανάκαμψη θα είναι διατηρήσιμη στον χρόνο θα ενίσχυαν την εμπιστοσύνη μας ότι το δημόσιο χρέος θα τεθεί σε μια σταθερή πτωτική τροχιά».
Άλλοι παράγοντες που θα οδηγούσαν σε μια αναβάθμιση, όπως σημείωνει, «είναι ένα track record οικονομικής και δημοσιονομικής συνέχειας σε συνδυασμό με ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον», ενώ εξίσου σημαντικός παράγοντας «είναι το χαμηλότερο ρίσκο από τον τραπεζικό τομέα στον κρατικό προϋπολογισμό».
Ο αναλυτής του οίκου, Michele Napolitano, Head of Western European Sovereigns στη Fitch, ερωτηθείς σχετικά, δεν σχολίαζει τον πιθανό χρόνο μιας πλήρους άρσης των capital controls, ενώ κληθείς να δηλώσει εάν αισιοδοξεί για τα σχέδια που είναι στον προθάλαμο για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων (NPLs) στην Ελλάδα και εάν αυτά επαρκούν ή απαιτούνται περαιτέρω πρωτοβουλίες, απαντά πως «στην παρούσα φάση δεν ενσωματώνουμε κάποιο συγκεκριμένο σχήμα τις αξιολογήσεις μας για το ελληνικό Δημόσιο ή τις τράπεζες.
Χωρίς αναλυτικές λεπτομέρειες για τη λειτουργία αυτών των σχημάτων οι επιπτώσεις τόσο στις τράπεζες, όσο και στο Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένης ενδεχόμενης επίπτωσης στο μεγάλο κεφαλαιακό μαξιλάρι που διαθέτει η χώρα δεν είναι ξεκάθαρες».
Ωστόσο, συμπληρώνει ότι «εάν αυτά τα σχήματα για τη μεγάλη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) προχωρήσουν, θα ήταν μια θετική εξέλιξη για τον κλάδο, στον βαθμό που τα σχέδια συνεπάγονται ένα μεγάλο μέρος των NPLs να μεταφερθεί από τους ισολογισμούς των τραπεζών, υποθέτοντας ότι οι τράπεζες έχουν κάνει εκτενή χρήση αυτών των σχημάτων», κάτι που «θα βοηθήσει στην επιτάχυνση του ξεκαθαρίσματος της ποιότητας του ενεργητικού του κλάδου, θα φέρει σταθερότητα και θα αποκαταστήσει την πλήρη εμπιστοσύνη στον τομέα, επιτρέποντας στις τράπεζες να επικεντρώσουν στην επιχειρηματική ανάπτυξη και εντέλει στην υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας».
«Έχοντας πει αυτό, βλέπουμε σημαντικά ρίσκα υλοποίησης και είναι ακόμη άγνωστες οι λεπτομέρειες αυτών των σχημάτων για να είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε τις συνέπειες στο πιστωτικό προφίλ των τραπεζών.
Εάν υλοποιηθούν, δεν περιμένουμε κάτι τέτοιο να είναι ορατό το 2019, αλλά περισσότερο μεσοπρόθεσμα», προσθέτει.
Για την έκδοση του δεκαετούς ομολόγου σχολιάζει πως είναι «ένα βήμα περαιτέρω προς την επανέναρξη της τακτικής έκδοσης ομολόγων από το Δημόσιο».
Τέλος, για το εάν ο εκλογικός κύκλος έχει αρνητική επίπτωση στην ελληνική οικονομία, ο Michele Napolitano σημειώνει ότι το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα έχει γίνει κάπως πιο σταθερό και «υπάρχει ευρεία διακομματική συναίνεση ότι η δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να διατηρηθεί και έχει βελτιωθεί ουσιαστικά η σχέση της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους πιστωτές», κάτι που «περιορίζει τον κίνδυνο μια μελλοντική κυβέρνηση να αναστρέψει δραματικά την πορεία της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής».
Η παραδοχή ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα οδηγήσει σε απότομες ανατροπές είναι σημαντική και στηρίζει την αξιολόγησή μας», προσθέτει.
Κατά τον ίδιο, «ένα ομαλό μετεκλογικό σενάριο, χωρίς σημαντικές ανατροπές πολιτικών, θα μπορούσε να είναι κάτι που κάνει τους επενδυτές ομολόγων να κατανοήσουν ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που μπορεί να διατηρήσει πειθαρχία στις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και εκτός επίσημου προγράμματος».
Η δημοσιονομική εξυγίανση στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στα φορολογικά έσοδα και στον περιορισμό των δαπανών και ειδικά στην υποεκτέλεση των επενδυτικών δαπανών.
Μια σοβαρή πρόκληση για τις επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις θα είναι να ισορροπήσουν πάλι το μείγμα πολιτικής, χωρίς να θέτουν εμπόδια στη δέσμευση των δημοσιονομικών στόχων.
Σημειώνουμε πάντως, πως υπάρχει ευρεία συναίνεση γύρω από την ανάγκη να επέλθει νέα ισορροπία στο δημοσιονομικό μείγμα».
Ακόμη, ο Michele Napolitano υπογραμμίζει τη βελτίωση της σχέσης της Ελλάδας με τους πιστωτές , ενώ για το ενδεχόμενο αναθεώρησης των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων ως μέρος του διαλόγου με τους πιστωτές, εκτιμά ότι δεν θα ήταν κατ΄ ανάγκη αρνητικό για την πιστοληπτική αξιολόγηση.
Όπως αναφέρει «προτιμούμε να μην σχολιάσουμε εάν οι στόχοι θα αναθεωρηθούν ή όχι, καθώς αυτό είναι μια απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και των Ευρωπαίων πιστωτών», προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να προσέχουμε είναι η σχέση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών «που έχει βελτιωθεί σημαντικά».
Συμπληρώνει ότι «κατά τη γνώμη μας κάποιες ανατροπές πολιτικής (που θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν και κάποια αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων) είναι πιθανές ως μέρος του διαλόγου με τους επίσημους πιστωτές.
Θα πρέπει να κοιτάξουμε τις λεπτομέρειες και τους λόγους για τους οποίους αναθεωρούνται οι στόχοι.
Με δεδομένη όμως την πρόσφατη ισχυρή δημοσιονομική υπεραπόδοση, μια αναθεώρηση στόχων δεν θα ήταν απαραίτητα αρνητική από πλευράς πιστοληπτικής αξιολόγησης».
Κληθείς να σχολιάσει την τελευταία έκθεση του οίκου που εμφανίστηκαν προσεκτικοί σχετικά με συγκεκριμένους κινδύνους μεταξύ των οποίων και η πιθανότητα δημοσιονομικών επιπτώσεων σχετικά με εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις και ερωτηθείς εάν η Ελλάδα θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με την ανάγκη λήψης επιπλέον δημοσιονομικών μέτρων με τον επόμενο προϋπολογισμό που θα κατατεθεί τον Νοέμβριο στη Βουλή , παραδέχεται πως είναι επιφυλακτικοί και προτιμούν να περιμένουν τις δικαστικές αποφάσεις προτού προβούν σε κάποιο σχόλιο για το θέμα.
Για το πότε θα μπορούσε η χώρα μας να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα (investment grade), αφού υπενθύμισε ότι η αξιολόγηση για την Ελλάδα είναι στο «ΒΒ-», τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, τονίζει ότι «δεν υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να ανακτήσει η Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα», προσθέτοντας πως «ιδανικά θα περιμέναμε το δημόσιο χρέος να είναι χαμηλότερο σε σχέση με σήμερα και η ποιότητα ενεργητικού στον τραπεζικό τομέα να έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Η περαιτέρω επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και ισχυρότερες ενδείξεις ότι η οικονομική ανάκαμψη θα είναι διατηρήσιμη στον χρόνο θα ενίσχυαν την εμπιστοσύνη μας ότι το δημόσιο χρέος θα τεθεί σε μια σταθερή πτωτική τροχιά».
Άλλοι παράγοντες που θα οδηγούσαν σε μια αναβάθμιση, όπως σημείωνει, «είναι ένα track record οικονομικής και δημοσιονομικής συνέχειας σε συνδυασμό με ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον», ενώ εξίσου σημαντικός παράγοντας «είναι το χαμηλότερο ρίσκο από τον τραπεζικό τομέα στον κρατικό προϋπολογισμό».
Ο αναλυτής του οίκου, Michele Napolitano, Head of Western European Sovereigns στη Fitch, ερωτηθείς σχετικά, δεν σχολίαζει τον πιθανό χρόνο μιας πλήρους άρσης των capital controls, ενώ κληθείς να δηλώσει εάν αισιοδοξεί για τα σχέδια που είναι στον προθάλαμο για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων (NPLs) στην Ελλάδα και εάν αυτά επαρκούν ή απαιτούνται περαιτέρω πρωτοβουλίες, απαντά πως «στην παρούσα φάση δεν ενσωματώνουμε κάποιο συγκεκριμένο σχήμα τις αξιολογήσεις μας για το ελληνικό Δημόσιο ή τις τράπεζες.
Χωρίς αναλυτικές λεπτομέρειες για τη λειτουργία αυτών των σχημάτων οι επιπτώσεις τόσο στις τράπεζες, όσο και στο Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένης ενδεχόμενης επίπτωσης στο μεγάλο κεφαλαιακό μαξιλάρι που διαθέτει η χώρα δεν είναι ξεκάθαρες».
Ωστόσο, συμπληρώνει ότι «εάν αυτά τα σχήματα για τη μεγάλη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) προχωρήσουν, θα ήταν μια θετική εξέλιξη για τον κλάδο, στον βαθμό που τα σχέδια συνεπάγονται ένα μεγάλο μέρος των NPLs να μεταφερθεί από τους ισολογισμούς των τραπεζών, υποθέτοντας ότι οι τράπεζες έχουν κάνει εκτενή χρήση αυτών των σχημάτων», κάτι που «θα βοηθήσει στην επιτάχυνση του ξεκαθαρίσματος της ποιότητας του ενεργητικού του κλάδου, θα φέρει σταθερότητα και θα αποκαταστήσει την πλήρη εμπιστοσύνη στον τομέα, επιτρέποντας στις τράπεζες να επικεντρώσουν στην επιχειρηματική ανάπτυξη και εντέλει στην υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας».
«Έχοντας πει αυτό, βλέπουμε σημαντικά ρίσκα υλοποίησης και είναι ακόμη άγνωστες οι λεπτομέρειες αυτών των σχημάτων για να είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε τις συνέπειες στο πιστωτικό προφίλ των τραπεζών.
Εάν υλοποιηθούν, δεν περιμένουμε κάτι τέτοιο να είναι ορατό το 2019, αλλά περισσότερο μεσοπρόθεσμα», προσθέτει.
Για την έκδοση του δεκαετούς ομολόγου σχολιάζει πως είναι «ένα βήμα περαιτέρω προς την επανέναρξη της τακτικής έκδοσης ομολόγων από το Δημόσιο».
Τέλος, για το εάν ο εκλογικός κύκλος έχει αρνητική επίπτωση στην ελληνική οικονομία, ο Michele Napolitano σημειώνει ότι το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα έχει γίνει κάπως πιο σταθερό και «υπάρχει ευρεία διακομματική συναίνεση ότι η δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να διατηρηθεί και έχει βελτιωθεί ουσιαστικά η σχέση της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους πιστωτές», κάτι που «περιορίζει τον κίνδυνο μια μελλοντική κυβέρνηση να αναστρέψει δραματικά την πορεία της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής».
Η παραδοχή ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα οδηγήσει σε απότομες ανατροπές είναι σημαντική και στηρίζει την αξιολόγησή μας», προσθέτει.
Κατά τον ίδιο, «ένα ομαλό μετεκλογικό σενάριο, χωρίς σημαντικές ανατροπές πολιτικών, θα μπορούσε να είναι κάτι που κάνει τους επενδυτές ομολόγων να κατανοήσουν ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που μπορεί να διατηρήσει πειθαρχία στις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές με την πάροδο του χρόνου, ακόμη και εκτός επίσημου προγράμματος».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών