Τελευταία Νέα
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Αφιέρωμα: Τράπεζες 2024

Γιώργος Χαντζηνικολάου (Πρόεδρος Τράπεζας Πειραιώς): Κλειδί για την ανάπτυξη η στήριξη του επιχειρείν

Γιώργος Χαντζηνικολάου (Πρόεδρος Τράπεζας Πειραιώς): Κλειδί για την ανάπτυξη η στήριξη του επιχειρείν

Άρθρο του Γιώργου Χαντζηνικολάου Προέδρου της Τράπεζας Πειραιώς στο αφιέρωμα του bankingnews

Τελευταία, βλέπουμε συχνά αναφορές στην κερδοφορία των τραπεζών, και στη σύνδεση της με τα υψηλά επιτόκια, αφήνοντας την εντύπωση ότι τέτοια κερδοφορία θα μειωθεί όταν τα επιτόκια πέσουν.
Σίγουρα τα επιτόκια είναι σημαντικός παράγων κερδοφορίας, αλλά ακόμα πιο σημαντικός είναι η πιστωτική επέκταση, και οι παράγοντες που την επηρεάζουν.

Ας ξεκινήσουμε με τις βασικές λειτουργίες κάθε τράπεζας, που είναι η άντληση καταθέσεων και η χορήγηση δανείων. Σε αυτό το πλαίσιο, η κερδοφορία των τραπεζών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο αποτελεσματικά οι τραπεζες μετατρέπουν τις καταθέσεις που δέχονται, σε δάνεια.

Υψηλή ρευστότητα

Η εξυγίανση των ελληνικών τραπεζών που έλαβε χώρα τα τελευταία χρόνια, στη πράξη σημαίνει, ότι πουλήσαν τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια του ισολογισμό τους.
Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές τράπεζες, στην παρούσα συγκυρία, διαθέτουν πολλές καταθέσεις και λίγα δάνεια.
Έχουν δηλαδή, υψηλή ρευστότητα – ίσως την υψηλότερη στην Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, για κάθε 100 ευρώ καταθέσεων που κατέχουν, περίπου 60 ευρώ έχουν μετατραπεί σε δάνεια, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη και αλλού στα 100 ευρώ καταθέσεων μετατρέπονται σε δάνεια περί τα 90 ευρώ.
Να το πούμε απλά, οι ελληνικές τραπεζες πληρώνουν τόκους σε 100 ευρώ καταθέσεων, και εισπράττουν τόκους απο 60 ευρώ δανείων.
Από αυτό τα απλό παράδειγμα φαίνεται ξεκάθαρα ότι για να συνεχίσουν να είναι κερδοφόρες στα επόμενα χρόνια θα πρέπει, κατά κύριο λόγο, να αυξήσουν αρκετά τα δάνεια που παρέχουν και να ενισχύσουν την πιστωτική επέκταση. Δηλαδή, τα νέα δάνεια που χορηγούν κάθε χρόνο να είναι αρκετά περισσότερα από τα δάνεια που αποπληρώνονται στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Για να το πετύχουν αυτό θα πρέπει να υπάρχει ζήτηση για υγιή δανεισμό από τους ιδιώτες και τις μικρότερες ή και μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Υπογραμμίζουμε την λέξη «υγιή» γιατί, ενώ φαινομενικά μπορεί να υπάρχει μεγάλη ζήτηση για δάνεια, το τελευταίο πράγμα που θέλουν οι τράπεζες (αλλά και ο επόπτης των τραπεζών) είναι να δώσουν δάνεια σε μη αξιόπιστους δανειζόμενους, να αυξήσουν τις επισφαλείς χορηγήσεις, και να επιστρέψουν ξανά στην κατάσταση από την οποία μόλις ξέμπλεξαν.
Άρα, προαπαιτούμενο είναι να υπάρχει ζήτηση για «υγιή» δανεισμό.
Επιπλέον, τα υψηλά επιτόκια που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια λόγω της αυστηρής νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικης Τράπεζας (ΕΚΤ) - που για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό ανέβασε τα επιτόκια - είχε ως αποτέλεσμα, το ενδιαφέρον για δάνεια να κινείται σε χαμηλά επίπεδα.
Τα υψηλά επιτόκια έφεραν ακριβά στεγαστικά δάνεια και ακριβό κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις που χρειάζονταν αυτά τα δάνεια για να αναπτυχθούν.
Οι δυο αυτές ομάδες δανειστών, αποτελούν τον βασικό παράγοντα πιστωτικής επέκτασης.

Το στοίχημα της πιστωτικής επέκτασης

Με την μείωση του πληθωρισμού, η ΕΚΤ έχει αρχίσει τη διαδικασία μείωσης των επιτοκίων.
Επιπλέον, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να «τρέχει» με ρυθμούς πάνω από 2% - κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί στο εγγύς μέλλον, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις διεθνών θεσμών και οργανισμών. Τα χαμηλότερα επιτόκια και το θετικό οικονομικό κλίμα, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια θετική εξέλιξη στην πιστωτική επέκταση.
 

Είναι όμως τα παραπάνω αρκετά για να δούμε το μέγεθος της πιστωτικής επέκτασης να αυξάνεται στο βαθμό που απαιτείται ώστε οι ισολογισμοί των ελληνικών τραπεζών να προσεγγίσουν ξανά τα ευρωπαϊκά επίπεδα;
Τα χαμηλότερα επιτόκια και το θετικό οικονομικό περιβάλλον, ενώ είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια θετική πιστωτική επέκταση, δεν επαρκούν.
Για να γίνει αντιληπτός ο λόγος, ας ξεκινήσουμε ρωτώντας γιατί μια επιχείρηση προχωρά σε τραπεζικό δανεισμό. Κατα κύριο λόγο το κάνει για να επενδύσει.
Δηλαδή, για να υλοποιήσει τα σχέδια ανάπτυξής της που θα τη βοηθήσουν να ενισχύσει τη θέση της στην αγορά ή να μπει σε μια νέα αγορά.
Ασφαλώς και σε μια τέτοια απόφαση το κόστος δανεισμού και οι θετικές προοπτικές για την οικονομία και την αγορά είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες.
Αυτό όμως που τελικά μετράει είναι αν και κατά πόσο οι επιχειρηματίες πιστεύουν ότι η επένδυση που ξεκινάνε, μπορεί να υλοποιηθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα, χωρίς πρόσθετα εμπόδια και καθυστερήσεις από όσα προβλέπονται στο business plan.
Οι οποιεσδήποτε καθυστερήσεις, ανεβάζουν το κόστος της επένδυσης, καθιστώντας τη σε κάποια στιγμή ασύμφορη, και κατά συνέπεια αυτό οδηγεί σε ακύρωση των επενδυτικών σχεδίων και σε βάρος της πιστωτικής επέκτασης.
 

Σε πρόσφατη περιοδεία με στελέχη της Πειραιώς, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ διάφορες επιχειρήσεις της περιφέρειας.
Με ιδιαίτερη ικανοποίηση διαπίστωσα τη διάθεση των επιχειρηματιών να εξελιχθούν και να αναπτυχθούν περαιτέρω.
Με την αλλαγή του οικονομικού κλίματος στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, είναι πολλοί επιχειρηματίες που οραματίζονται, σχεδιάζουν και «ψάχνονται» να επενδύσουν. Για αυτούς η ανάληψη ρίσκου και η δημιουργία είναι μονόδρομος και αποτελεί την καθημερινότητα τους.
Γνωρίζουν πολύ καλά ότι για να παραμείνουν επιτυχημένοι, να διατηρήσουν τη θέση τους στην αγορά και να αναπτυχθούν, πρέπει συνεχώς να εξελίσσονται και να επενδύουν, διότι ο ανταγωνισμός είναι έντονος, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Για όλους αυτούς η Πειραιώς είναι, πρέπει να είναι, και θα είναι στο πλευρό τους.
Για αυτό και στόχος μας είναι το χαρτοφυλάκιο εξυπηρετούμενων δανείων από 32 δισ ευρώ που είναι σήμερα, να προσεγγίσει τα 40 δισ ευρώ το 2027.
 

Όμως πολλοί από τους επιχειρηματίες που συναντήσαμε, δεν μας έκρυψαν τον προβληματισμό τους για το δαιδαλώδες κανονιστικό πλαίσιο και τη γραφειοκρατία του ευρύτερου δημόσιου τομέα που αντιμετωπίζουν.
Το κόστος του χρήματος σίγουρα είναι ένας σημαντικός παράγοντας. Είναι όμως ένας παράγοντας που μπορούν να τιμολογήσουν στο business plan, έστω και κατά προσέγγιση, ως επίσης και να κάνουν κινήσεις για να διαχειριστούν τυχόν αποκλίσεις.

Το κόστος της κρατικής γραφειοκρατίας

Αυτό όμως που δεν μπορούν να κάνουν ή να υπολογίσουν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ακρίβεια, η να διαχειριστούν, είναι το κόστος που προκύπτει από τα πρόσθετα εμπόδια που ορθώνει η κρατική γραφειοκρατία κατά την υλοποίηση της επένδυσης, αλλά και κατά τη λειτουργία της.
 

Στην περιοδεία επισκεφθήκαμε έξι δυναμικές παραγωγικές μονάδες στη βορειοδυτική και κεντρική Ελλάδα.
Κοινό σημείο των επιχειρηματιών που τις «τρέχουν», πέρα από τη τεχνογνωσία τους, το μεράκι και την αφοσίωση σε αυτό που κάνουν, είναι πως έχουν την προσοχή τους στραμμένη στις διεθνείς αγορές.
Είτε για να επεκταθούν δημιουργώντας ανταγωνιστικά προϊόντα για τις αγορές του εξωτερικού είτε για να κάνουν καινοτόμες επενδύσεις, φέρνοντας από το εξωτερικό και εφαρμόζοντας ιδέες και σύγχρονες τεχνολογίες που τους επιτρέπουν να παράγουν τέτοιου είδους προϊόντα. Και αυτό είναι μια συνεχής, καθημερινή διαδικασία που δεν τους επιτρέπει να εφησυχάσουν, καθώς η εξαγωγική τους δραστηριότητα είναι ένα μεγάλο κομμάτι του τζίρου τους. Και όλοι αντιλαμβανόμαστε, ποσο ανταγωνιστικές είναι οι εξαγωγικές αγορές.
 

Συζητώντας μαζί τους, όπως και με πολλούς άλλους σε όλη τη χώρα, διαπιστώνεις ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις γίνονται όλο και πιο εξωστρεφείς, είτε αυτό αφορά στην ποιότητα και τη διάθεση των προϊόντων τους είτε στη τεχνογνωσία και την καινοτομία.
Αυτό σου δημιουργεί ένα αισιόδοξο συναίσθημα ότι η χώρα δημιουργεί, παράγει, και προοδεύει.
Οι άνθρωποι αυτοί έχουν όραμα, σχέδια, και διάθεση να αναλάβουν ρίσκο.
Είναι πρόθυμοι να δοκιμάσουν νέα πράγματα που δεν πετυχαίνουν με την πρώτη.
Για παράδειγμα, ένας επιχειρηματίας χαρακτηριστικά μου είπε ότι, «τάιζαμε τα γουρούνια της γύρω περιοχής μέχρι να πετύχουμε το τέλειο προϊόν που θα ήταν ανταγωνιστικό στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές». Άνθρωποι χαμηλών τόνων, ως επί το πλείστων, δεν εκφράζονται με παχιά λόγια και φανφάρες, αλλά με έργα.

 
Αισθάνονται όμως ότι παλεύουν αβοήθητοι.
Ότι δεν έχουν στο πλευρό τους τον κρατικό μηχανισμό, αλλά απέναντί τους.
Η αίσθηση ότι επιχειρούν σε ένα εχθρικό προς το επιχειρείν περιβάλλον είναι διάχυτη στις τάξεις τους.
Διότι είναι αναγκασμένοι συνεχώς να αντιμετωπίσουν και να ξεπεράσουν τα προβλήματα που υψώνουν μπροστά τους το κανονιστικό πλαίσιο και η γραφειοκρατία του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

 
Θέλουν πχ να κάνουν μια επένδυση σε φωτοβολταϊκά, για να μειώσουν το κόστος ενέργειας και να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί, καθώς το κόστος ενέργειας στην Ελλάδα είναι υψηλό.
Δεν μπορούν, γιατί οι βιομηχανίες δεν έχουν προτεραιότητα στη σύνδεση με το δίκτυο έναντι ενός ιδιώτη που πήρε άδεια για ένα φωτοβολταϊκό στην περιοχή για προσωπική επένδυση, με αποτέλεσμα να έχει εξαντληθεί η χωρητικότητα της γραμμής σύνδεσης.
‘Η θα πρέπει να περιμένουν μήνες για να περάσει η πολεοδομία, η αρχαιολογική υπηρεσία ή οποιαδήποτε άλλη αρχή για αυτοψία προκειμένου να πάρουν άδεια ή να συνδεθούν με βασικές υπηρεσίες όπως το ηλεκτρικό, αποχετευτικό και υδρευτικό δίκτυο, τη στιγμή που οι υποχρεώσεις τους (μισθοί, ασφαλιστικές εισφορές, δάνεια κλπ.) «τρέχουν».


Τέτοιου είδους βοήθεια ζητούν οι επιχειρηματίες που θέλουν να επενδύσουν, που είναι διατεθειμένοινα πάρουν ρίσκο, να δανειστούν προς αυτό το σκοπό, και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίες στην επαρχία, όπου οι τοπικές κοινωνίες ερημώνονται.
Και εδώ θα πρέπει να δώσει βάρος η πολιτεία.
Ο ανασχεδιασμός του αναπτυξιακού νόμου που ανακοινώθηκε πρόσφατα από τον Πρωθυπουργό είναι στην σωστή κατεύθυνση για να αξιοποιηθεί πλήρως η δυναμική του πρέπει να γίνουν τομές στους κρατικούς μηχανισμούς για να μπορέσει η κυβερνητική πολιτική να διαχυθεί προς τα κάτω.
Διότι αν μειωθεί αυτή η αβεβαιότητα και το ρίσκο που συνεπάγεται, οι επιχειρήσεις θα επενδύσουν και ευημερήσουν.
Κατά συνέπεια η χώρα θα ευημερήσει όπως και η κοινωνία.
Και φυσικά θα ευημερήσουν και οι τράπεζες που θα χρηματοδοτήσουν και θα στηρίξουν τα αναπτυξιακά σχέδια όλων των επιχειρήσεων, ενισχύοντας την κερδοφορία τους.

O Γιώργος Χαντζηνικολάου είναι πρόεδρος του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς

www.bankingnews.gr

Χορηγοί


Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης